Anonymous

ἀφορίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] a) begränzen, die Gränzen bestimmen, Plat. Critia 110 e; ὅροι ἀφωρισμένοι, genau bestimmte Gränzen, ib. d; Ἑλλάδα Pol. 17, 5; Plut. Pomp. 60: die Gränzen eines verpfändeten Grundstückes bestimmen, ὅσοις ἡ [[οὐσία]] ἀφωρισμένη ἦν, denen ihr Vermögen verpfändet war, Dem. 49, 61; χώραν ἀφορίσασθαι Isocr. 5, 120, für sich abgränzen, d. i. erobern; τιμὰς νερτέρων ἀφοριζόμενος, schmälern, Eur. Alc. 32; pass. ἡ ὑφ' ἡμῶν ἀφορισθεῖσα [[χώρα]], das von uns Eroberte, Isocr. 4, 36. – b) ein Ziel setzen, beendigen, βίβλον Pol. 2, 71; med., λόγον Isocr. 15, 58. – c) trennen, absondern, ἀπὸ πάσης τῆς ποιήσεως ἓν [[μόριον]] ἀφορισθέν Plat. Conv. 205 c; med., Soph. 227 c; τί τινος Hipp. mai. 208 d; ἀφωρισμένος, abgesondert, abgeschlossen, [[τέχνη]] Arist. Rhet. 1, 1; [[πλῆθος]], bestimmte, Pol. 3, 90. – d) des Landes verweisen, in tmesi, [[καί]] μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος Eur. Hec. 931. – e) act. u. häufiger med., einen Begriff abgränzen, definiren, τέχνην Plat. Soph. 240 c; εὐδαίμονα Charm. 173 e, u. öfter bei folgd. Philosophen; περὶ φύσεως ἀφοριζόμενος Epicrat. Ath. II, 59 d. – f) τέχνην ἐριστικὴν ἀφωρισμένος Plat. Soph. 231 e, der diese Kunst abgesondert besonders betreibt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] a) begränzen, die Gränzen bestimmen, Plat. Critia 110 e; ὅροι ἀφωρισμένοι, genau bestimmte Gränzen, ib. d; Ἑλλάδα Pol. 17, 5; Plut. Pomp. 60: die Gränzen eines verpfändeten Grundstückes bestimmen, ὅσοις ἡ [[οὐσία]] ἀφωρισμένη ἦν, denen ihr Vermögen verpfändet war, Dem. 49, 61; χώραν ἀφορίσασθαι Isocr. 5, 120, für sich abgränzen, d. i. erobern; τιμὰς νερτέρων ἀφοριζόμενος, schmälern, Eur. Alc. 32; pass. ἡ ὑφ' ἡμῶν ἀφορισθεῖσα [[χώρα]], das von uns Eroberte, Isocr. 4, 36. – b) ein Ziel setzen, beendigen, βίβλον Pol. 2, 71; med., λόγον Isocr. 15, 58. – c) trennen, absondern, ἀπὸ πάσης τῆς ποιήσεως ἓν [[μόριον]] ἀφορισθέν Plat. Conv. 205 c; med., Soph. 227 c; τί τινος Hipp. mai. 208 d; ἀφωρισμένος, abgesondert, abgeschlossen, [[τέχνη]] Arist. Rhet. 1, 1; [[πλῆθος]], bestimmte, Pol. 3, 90. – d) des Landes verweisen, in tmesi, [[καί]] μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος Eur. Hec. 931. – e) act. u. häufiger med., einen Begriff abgränzen, definiren, τέχνην Plat. Soph. 240 c; εὐδαίμονα Charm. 173 e, u. öfter bei folgd. Philosophen; περὶ φύσεως ἀφοριζόμενος Epicrat. Ath. II, 59 d. – f) τέχνην ἐριστικὴν ἀφωρισμένος Plat. Soph. 231 e, der diese Kunst abgesondert besonders betreibt.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφοριῶ, <i>ao.</i> ἀφώρισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀφωρίσθην, <i>pf.</i> ἀφώρισμαι;<br /><b>1</b> délimiter : χώραν PLAT un pays;<br /><b>2</b> exclure, chasser : τινα ἀπὸ γᾶς EUR bannir qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀφορίζομαι (<i>ao.</i> ἀφωρισάμην);<br /><b>I.</b> délimiter :<br /><b>1</b> délimiter (pour soi) : χώραν ISOCR un pays, <i>càd</i> se l'approprier;<br /><b>2</b> mener à terme, terminer;<br /><b>II.</b> écarter : τιμάς τινος EUR refuser à qqn des honneurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[τίθημι]] ὅρους, ὁροθετῶ, [[ὁρίζω]] τὰ ὅρια μέρους τινός, ἐξελόντας τὸ [[ὄρος]] τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30· [[οὐσία]] ἀφωρισμένη, ὑποθηκευμένη, Δημ. 1202. 21: - Μέσ., ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κυριεύω]], χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι Ἰσοκρ. 106D· καὶ μεταφ., κτῶμαι, ἀφ. τιμὰς Εὐρ. Ἄλκ. 31: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα [[χώρα]] Ἰσοκρ. 48Α. β) ἔχω ὡς σύνορον, ἐν ἀριστερᾷ ἀφ. τὸν Ἀσωπὸν Πλάτ. Κριτίας 110Ε. 2) [[ὁρίζω]], δίδω ὁρισμὸν ἔν τε τῷ ἐνεργ. καὶ τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Σοφ. 240C, Πολιτικ. 280C· ἀφορίζεσθαι [[περί]] τινος, παρέχειν ὡρισμένας προτάσεις [[περί]] τινος ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Ε· [[χρόνος]] ἀφωρισμένος, ὡρισμένος, ὁ αὐτ. Νόμ. 785Β· ἀφωρισμένα, ὡρισμέναι ὑποθέσεις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7: - μετοχ. ἀφορίσας, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐπιρρ. [[ἀφωρισμένως]], [[ὡρισμένως]], Δημ. 778. 27: - ἀπολ., ὁμιλῶ δι’ ἀφορισμῶν, [[ἤτοι]] διὰ βραχειῶν περιληπτικῶν προτάσεων, Συνέσ. 255Β. 3) [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], [[διακρίνω]], Πλάτ. Πολ. 501D, κ. ἀλλ.· πληρέστερον, ἀφ. χωρὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 2· ἀφ. τί τινος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298D· ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων Δίων Κ. 36. 25: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Σοφ. 227C, Νόμ. 643Ε: - Παθ., ἀφορίζεσθαί τινος ἢ ἀπό τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 229C, Συμπ. 205C. κτλ.· ἀπολ., ὅροι ἀφωρισμένοι, διακεκριμένα ὅρια, ὁ αὐτ. Κριτίας 110D· [[ἐπιστήμη]] ἀφωρισμένη Ἀριστ. Πολ. 1. 1, 1. 4) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Πολύβ. 2. 71, 10. 5) [[παρέχω]] ὡς ἰδιαίτερον [[δῶρον]], τᾷ [[κάλλος]] ἀφώρισε [[Κύπρις]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 3. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) [[ἐξορίζω]], ἐν τμήσει, καί μ’ ἀπὸ γᾶς ὥρισε Εὐρ. Ἑκ. 940. 2) [[ἀποχωρίζω]], Πράξ. Ἀποστ. 19. 9, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Τίμ. 24Α· ἔκ τινων ἀφωρισμένων, ἐξ ὡρισμένης τινὸς τάξεως ἀνθρώπων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 1· τὴν ἐριστικὴν τέχνην ἀφωρισμένος, ἀφωρισμένος ἑαυτῷ, ἔχων αὐτὴν ὡς [[ἐπάγγελμα]], Πλάτ. Σοφ. 231Ε. β) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς κοινωνίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ΄, 22 Ἐκκλ. γ) [[ἀποχωρίζω]] διά τι [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]], Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2. πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄ 1, π. Γαλάτ. α΄, 15· ἀφωρισμένος πρὸς τὰς θυσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 20.
|lstext='''ἀφορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[τίθημι]] ὅρους, ὁροθετῶ, [[ὁρίζω]] τὰ ὅρια μέρους τινός, ἐξελόντας τὸ [[ὄρος]] τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30· [[οὐσία]] ἀφωρισμένη, ὑποθηκευμένη, Δημ. 1202. 21: - Μέσ., ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κυριεύω]], χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι Ἰσοκρ. 106D· καὶ μεταφ., κτῶμαι, ἀφ. τιμὰς Εὐρ. Ἄλκ. 31: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα [[χώρα]] Ἰσοκρ. 48Α. β) ἔχω ὡς σύνορον, ἐν ἀριστερᾷ ἀφ. τὸν Ἀσωπὸν Πλάτ. Κριτίας 110Ε. 2) [[ὁρίζω]], δίδω ὁρισμὸν ἔν τε τῷ ἐνεργ. καὶ τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Σοφ. 240C, Πολιτικ. 280C· ἀφορίζεσθαι [[περί]] τινος, παρέχειν ὡρισμένας προτάσεις [[περί]] τινος ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Ε· [[χρόνος]] ἀφωρισμένος, ὡρισμένος, ὁ αὐτ. Νόμ. 785Β· ἀφωρισμένα, ὡρισμέναι ὑποθέσεις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7: - μετοχ. ἀφορίσας, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐπιρρ. [[ἀφωρισμένως]], [[ὡρισμένως]], Δημ. 778. 27: - ἀπολ., ὁμιλῶ δι’ ἀφορισμῶν, [[ἤτοι]] διὰ βραχειῶν περιληπτικῶν προτάσεων, Συνέσ. 255Β. 3) [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], [[διακρίνω]], Πλάτ. Πολ. 501D, κ. ἀλλ.· πληρέστερον, ἀφ. χωρὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 2· ἀφ. τί τινος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298D· ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων Δίων Κ. 36. 25: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Σοφ. 227C, Νόμ. 643Ε: - Παθ., ἀφορίζεσθαί τινος ἢ ἀπό τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 229C, Συμπ. 205C. κτλ.· ἀπολ., ὅροι ἀφωρισμένοι, διακεκριμένα ὅρια, ὁ αὐτ. Κριτίας 110D· [[ἐπιστήμη]] ἀφωρισμένη Ἀριστ. Πολ. 1. 1, 1. 4) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Πολύβ. 2. 71, 10. 5) [[παρέχω]] ὡς ἰδιαίτερον [[δῶρον]], τᾷ [[κάλλος]] ἀφώρισε [[Κύπρις]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 3. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) [[ἐξορίζω]], ἐν τμήσει, καί μ’ ἀπὸ γᾶς ὥρισε Εὐρ. Ἑκ. 940. 2) [[ἀποχωρίζω]], Πράξ. Ἀποστ. 19. 9, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Τίμ. 24Α· ἔκ τινων ἀφωρισμένων, ἐξ ὡρισμένης τινὸς τάξεως ἀνθρώπων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 1· τὴν ἐριστικὴν τέχνην ἀφωρισμένος, ἀφωρισμένος ἑαυτῷ, ἔχων αὐτὴν ὡς [[ἐπάγγελμα]], Πλάτ. Σοφ. 231Ε. β) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς κοινωνίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ΄, 22 Ἐκκλ. γ) [[ἀποχωρίζω]] διά τι [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]], Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2. πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄ 1, π. Γαλάτ. α΄, 15· ἀφωρισμένος πρὸς τὰς θυσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφοριῶ, <i>ao.</i> ἀφώρισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀφωρίσθην, <i>pf.</i> ἀφώρισμαι;<br /><b>1</b> délimiter : χώραν PLAT un pays;<br /><b>2</b> exclure, chasser : τινα ἀπὸ γᾶς EUR bannir qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀφορίζομαι (<i>ao.</i> ἀφωρισάμην);<br /><b>I.</b> délimiter :<br /><b>1</b> délimiter (pour soi) : χώραν ISOCR un pays, <i>càd</i> se l'approprier;<br /><b>2</b> mener à terme, terminer;<br /><b>II.</b> écarter : τιμάς τινος EUR refuser à qqn des honneurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR