Anonymous

ἁβρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[ἅπτω]], [[ἁπαλός]], andere von ἥβη, doch ist α kurz nach Draco u. Eur. Med. 1164 Troad. 821; falsch im E. M. von ἄβαρος), sein, zart; 1) im guten Sinne: schön, edel, Pind. [[σῶμα]] Ol. 6, 55; Κρηθεΐς N. 5, 26; [[κῦδος]], seiner, herrlicher Ruhm, C. 5, 7 I. 1, 56; ähnl. [[λόγος]], ehrenvoll, N. 7, 32; [[στέφανος]] I. 7, 65; [[πλοῦτος]] P. 3, 110. Plato verbindet τὸ καλὸν καὶ ἁβρόν Conv. 264 c. Dann besonders von weiblicher Shönheil und Zartheit: παρθένοι ἁβραί Aesch. frg. 433; [[Δηιάνειρα]] Hoph. Tr. 526, ch.; βόστρυχοι Eur. Bacch. 493 (wie [[ἴουλος]] Orph. Ara. 229); [[πούς]] Hel. 1528; [[κῶλον]] Iph. A. 614; oft in den erotischen Gedichten. Allgemeiner: angenehm, σχολὴ ἁβρότατον [[κτῆμα]] Xen. Conv. 4, 43; ἁβρὰ [[παθεῖν]] Theoan. 474. 722 (bei Plut. Hol. 2 dem Hol. zugeschrieben). Bei Luc. sein, witzig, mit [[ἀστικός]] verbunden, Iud. Deor. 7; vgl. D. meretr. 14; von zierlicher Rede, Hermoacnes. – Bei Männern erschien solche zarte Schönheit als Weichlichkeit; dah. tadelnd: üppig, weichlich, bes. von der asiatischen Pracht und weibischen Lebensweise (VLL. [[τρυφερός]], [[μαλακός]]). So Her., Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι ἦν [[οὔτε]] ἁβρὸν [[οὔτε]] ἀγαθὸν [[οὐδέν]] 1, 71; Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἄνδρες καὶ χρυσοφόροι [[μάλιστα]] 4, 104 (beides verbindet auch Luc. Dial. Mort. 14, 2); Ἰώνων τρυφεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαθὴς [[ὄχλος]] Antiphan. Ath. XII, 526 d; Ἀλκιβιάδης com. Ath. XIII, 570 d; ἁβρότερος γυναικῶν Luc. Dial. D. 18; [[δίαιτα]] ἁβροτέρα Ael. V. H. 4, 22; ἁβρὸν βαίνειν (Schol. θρυπτόμενος, βλακευόμενος), zierlich, üppig einhergehen, Eur. Med. 1164; Tro. 821 (vom Ganymed; vgl. Arist. Vesp. 1163 πλουσίως προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον); ἁβρὰ γελᾶν, behaglich lachen, Anacr. 41, 3. 42, 5; sanft lächeln, Ep. ad. 31 (XII, 156). – Adv., [[ἁβρῶς]] βαίνειν Eur. Med. 823 u. a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[ἅπτω]], [[ἁπαλός]], andere von ἥβη, doch ist α kurz nach Draco u. Eur. Med. 1164 Troad. 821; falsch im E. M. von ἄβαρος), sein, zart; 1) im guten Sinne: schön, edel, Pind. [[σῶμα]] Ol. 6, 55; Κρηθεΐς N. 5, 26; [[κῦδος]], seiner, herrlicher Ruhm, C. 5, 7 I. 1, 56; ähnl. [[λόγος]], ehrenvoll, N. 7, 32; [[στέφανος]] I. 7, 65; [[πλοῦτος]] P. 3, 110. Plato verbindet τὸ καλὸν καὶ ἁβρόν Conv. 264 c. Dann besonders von weiblicher Shönheil und Zartheit: παρθένοι ἁβραί Aesch. frg. 433; [[Δηιάνειρα]] Hoph. Tr. 526, ch.; βόστρυχοι Eur. Bacch. 493 (wie [[ἴουλος]] Orph. Ara. 229); [[πούς]] Hel. 1528; [[κῶλον]] Iph. A. 614; oft in den erotischen Gedichten. Allgemeiner: angenehm, σχολὴ ἁβρότατον [[κτῆμα]] Xen. Conv. 4, 43; ἁβρὰ [[παθεῖν]] Theoan. 474. 722 (bei Plut. Hol. 2 dem Hol. zugeschrieben). Bei Luc. sein, witzig, mit [[ἀστικός]] verbunden, Iud. Deor. 7; vgl. D. meretr. 14; von zierlicher Rede, Hermoacnes. – Bei Männern erschien solche zarte Schönheit als Weichlichkeit; dah. tadelnd: üppig, weichlich, bes. von der asiatischen Pracht und weibischen Lebensweise (VLL. [[τρυφερός]], [[μαλακός]]). So Her., Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασθαι ἦν [[οὔτε]] ἁβρὸν [[οὔτε]] ἀγαθὸν [[οὐδέν]] 1, 71; Ἀγάθυρσοι ἁβρότατοι ἄνδρες καὶ χρυσοφόροι [[μάλιστα]] 4, 104 (beides verbindet auch Luc. Dial. Mort. 14, 2); Ἰώνων τρυφεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαθὴς [[ὄχλος]] Antiphan. Ath. XII, 526 d; Ἀλκιβιάδης com. Ath. XIII, 570 d; ἁβρότερος γυναικῶν Luc. Dial. D. 18; [[δίαιτα]] ἁβροτέρα Ael. V. H. 4, 22; ἁβρὸν βαίνειν (Schol. θρυπτόμενος, βλακευόμενος), zierlich, üppig einhergehen, Eur. Med. 1164; Tro. 821 (vom Ganymed; vgl. Arist. Vesp. 1163 πλουσίως προβὰς τρυφερόν τι διασαλακώνισον); ἁβρὰ γελᾶν, behaglich lachen, Anacr. 41, 3. 42, 5; sanft lächeln, Ep. ad. 31 (XII, 156). – Adv., [[ἁβρῶς]] βαίνειν Eur. Med. 823 u. a.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />tendre, délicat, gracieux, joli ; <i>en mauv. part</i> délicat, mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἅβρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρός''': -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], [[παῖς]], Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· [[σῶμα]], ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = [[λαμπρός]]· [[στέφανος]], [[κῦδος]], [[πλοῦτος]] κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως [[ὅμως]] ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ [[ἁπαλός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], [[λεπτεπίλεπτος]], [[θρυπτικός]], [[χλιδανός]], ὡς τὸ [[τρυφερός]]. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... [[ὄχλος]]. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. [[σαῦλος]]. - Οἱ ποιηταὶ [[ὅμως]] ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, [[εὐγενής]]· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν [[ἄθυρμα]], περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν μετὰ λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· [[οὕτως]] οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ποιητική, ἂν καὶ [[οὐδέποτε]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. [[ἅβρα]] ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
|lstext='''ἁβρός''': -ά, -όν, ποιητ. καὶ, ός, όν: - [[ἐπίχαρις]], [[κομψός]], [[ὡραῖος]], [[εὐειδής]], [[παῖς]], Ἔρως, Ἀνακρ. 16. 64. ἅβραι Χάριτες (μετ’ Αἰολ. τονισμοῦ) Σαπφ. 65. ἰδίως περὶ τοῦ σώματος· [[σῶμα]], ποὺς κτλ. Πίνδ. Ο. 6. 90. Εὐρ., κτλ.: περὶ πραγμάτων = [[λαμπρός]]· [[στέφανος]], [[κῦδος]], [[πλοῦτος]] κτλ. Πίνδ. Ἴσθμ. 8. 144 κτλ. - Λίαν πρωίμως [[ὅμως]] ἡ λέξ. ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ [[ἁπαλός]], [[μαλακός]], [[λεπτός]], [[λεπτεπίλεπτος]], [[θρυπτικός]], [[χλιδανός]], ὡς τὸ [[τρυφερός]]. Ὅθεν ἁβρὰ παθεῖν = ζῆν χλιδανῶς, ἁπαλῶς. Σόλων 15. 4. Θέογν. 474: καὶ ἀπὸ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς (1. 71 καὶ ἐν τῷ ὑπερθετ. -ότατος 4, 104) κατήντησε κοινὸν ἐπίθετον τῶν Ἀσιανῶν: Ἰώνων ἁβρὸς ... [[ὄχλος]]. Ἀντιφ. ἐν «Δωδώνῃ», παρ’ Ἀθην. ΙΒ΄, 526. πρβ. [[σαῦλος]]. - Οἱ ποιηταὶ [[ὅμως]] ἐξηκολούθουν μεταχειριζόμενοι τὴν λέξιν ἐν τῇ καλῇ σημασίᾳ· ἰδίως περὶ γυναικῶν = λεπτή, [[εὐγενής]]· π. χ. Αἰσχύλ. ἀποσπ. 322. Σοφ. Τρ. 523 καὶ περὶ παντὸς τρυφεροῦ ἢ ὡραίου πράγματος. Βαλκ. Καλλ. σ. 223· ἁβρὸν [[ἄθυρμα]], περὶ μικροῦ εὐνοουμένου κυνός. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 626· οὐδ. πληθ. ἁβρὰ παρηΐδος = ἁβρὰν παρηΐδα (πρβλ. ἄσημος ΙΙΙ. 1). Εὐρ. Φοίν. 1486· ἐπίρρ. ἁβρῶς, Ἀνακρ. 16. ἁβρῶς καὶ ἁβρὸν βαίνειν = βαδίζειν μετὰ λεπτότητος. Εὐρ. Μήδ. 830. 1164· [[οὕτως]] οὐδ. πληθ. ἁβρὰ γελᾶν, Ἀνακρ. 44, 3, 45, 5· ἁβροτέρως ἔχειν Ἡλιοδ. 1 17. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ποιητική, ἂν καὶ [[οὐδέποτε]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν ἐπικῶν καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. Ξεν. Συμπ. 4, 44. Πρβ. [[ἅβρα]] ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς ἡ ἥβη. Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς ἄγνωστον σ. 490)· [ᾰ φύσει βραχύ· ἴδ. Εὐρ. Μήδ. 1064. Τρῳάδ. 820].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />tendre, délicat, gracieux, joli ; <i>en mauv. part</i> délicat, mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἅβρα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater