Anonymous

ἀφρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ὁ, 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; θρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst [[ἀφύη]] heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ὁ, 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; θρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst [[ἀφύη]] heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄμβρος]], <i>lat.</i> imber.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, τῆς θαλάσσης, [[ῥόος]] Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Ἰλ. Σ. 403, κτλ.· ποταμοῦ, Ε. 599: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὠργισμένου λέοντος, περὶ δ’ ἀφρὸς ὀδόντας γίγνεται 20. 168· ἀφρὸς περὶ [[στόμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[μέλαν]]’ ἀπ’ ἀνθρώπων ἀφρόν, ἀφρῶδες [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, πρβλ. Ἀποσπ. 434· θρομβώδεις ἀφροὶ Σοφ. Τρ. 702· βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, ἐπὶ οἴνου, Ἀντιφάν. ἐν. Ἀδήλ. 15· κύλικα… ἀφρῷ ζέουσαν Θεόφιλος ἐν «Βοιωτία» 1. ΙΙ. ἀφρὸς νίτρου, ἴδε ἐν λ. [[ἀφρόνιτρον]], ἴδε Ἱππ. 621. 47, Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 21. ΙΙΙ. ὁ [[θαλάσσιος]] [[γόνος]], ὁ ἄλλως [[ἀφύη]] ἢ [[ἀφρύη]] ὀνομαζόμενος, [[ὅστις]] ἐπιστεύετο ὅτι ἐγεννᾶτο ἐκ τῆς ἄμμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15. 4. κἑξ., Ἀθήν. 325Β. Ἴσως συγγενὲς τῷ [[ὄμβρος]], imber, πρβλ. Σανσκρ. abhram ([[νεφέλη]]), ambu ([[ὕδωρ]]), ἴδε [[ἀφρῖτις]].
|lstext='''ἀφρός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, τῆς θαλάσσης, [[ῥόος]] Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Ἰλ. Σ. 403, κτλ.· ποταμοῦ, Ε. 599: ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὠργισμένου λέοντος, περὶ δ’ ἀφρὸς ὀδόντας γίγνεται 20. 168· ἀφρὸς περὶ [[στόμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1246· [[μέλαν]]’ ἀπ’ ἀνθρώπων ἀφρόν, ἀφρῶδες [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, πρβλ. Ἀποσπ. 434· θρομβώδεις ἀφροὶ Σοφ. Τρ. 702· βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, ἐπὶ οἴνου, Ἀντιφάν. ἐν. Ἀδήλ. 15· κύλικα… ἀφρῷ ζέουσαν Θεόφιλος ἐν «Βοιωτία» 1. ΙΙ. ἀφρὸς νίτρου, ἴδε ἐν λ. [[ἀφρόνιτρον]], ἴδε Ἱππ. 621. 47, Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 21. ΙΙΙ. ὁ [[θαλάσσιος]] [[γόνος]], ὁ ἄλλως [[ἀφύη]] ἢ [[ἀφρύη]] ὀνομαζόμενος, [[ὅστις]] ἐπιστεύετο ὅτι ἐγεννᾶτο ἐκ τῆς ἄμμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15. 4. κἑξ., Ἀθήν. 325Β. Ἴσως συγγενὲς τῷ [[ὄμβρος]], imber, πρβλ. Σανσκρ. abhram ([[νεφέλη]]), ambu ([[ὕδωρ]]), ἴδε [[ἀφρῖτις]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄμβρος]], <i>lat.</i> imber.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth