Anonymous

ἀστήρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] έρος, ὁ, 1) Stern, überall; Hom. Iliad. 6, 295. 401. 11, 62. 19, 381. 22, 26. 318 Od. 13, 93. 15, 108; Iliad. 5, 5 ἀστέρ' ὀπωρινῷ; dat. ἀστράσι Iliad. 22, 28. 317, auch ἄστρασι betont, s. Scholl. Herodian. 22, 28, vgl. Wolf Anal. II p. 470 Lob. Paralip. 175; Iliad. 4, 75 ist [[ἀστήρ]] eine feurige Lufterscheinung, ein Meteor (vgl. [[δοκίτης]]); Ar. Ach. 1005 die Sonne. – 2) wie bei uns übertr., von allem Hervorstrahlenden, wie schon Hom. Ἑκτορίδην ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ Il. 6, 401; bes. bei Sp. Von der Aehnlichkeit heißen so noch a) eine Pflanze, Theophr. – b) eine Molluskenart, Meerstern, Arist. – c) ein Singvogel, Opp. Ix. 3, 2. – d) samische Siegelerde, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] έρος, ὁ, 1) Stern, überall; Hom. Iliad. 6, 295. 401. 11, 62. 19, 381. 22, 26. 318 Od. 13, 93. 15, 108; Iliad. 5, 5 ἀστέρ' ὀπωρινῷ; dat. ἀστράσι Iliad. 22, 28. 317, auch ἄστρασι betont, s. Scholl. Herodian. 22, 28, vgl. Wolf Anal. II p. 470 Lob. Paralip. 175; Iliad. 4, 75 ist [[ἀστήρ]] eine feurige Lufterscheinung, ein Meteor (vgl. [[δοκίτης]]); Ar. Ach. 1005 die Sonne. – 2) wie bei uns übertr., von allem Hervorstrahlenden, wie schon Hom. Ἑκτορίδην ἀλίγκιον ἀστέρι καλῷ Il. 6, 401; bes. bei Sp. Von der Aehnlichkeit heißen so noch a) eine Pflanze, Theophr. – b) eine Molluskenart, Meerstern, Arist. – c) ein Singvogel, Opp. Ix. 3, 2. – d) samische Siegelerde, Galen.
}}
{{bailly
|btext=έρος (ὁ) :<br /><i>dat. pl.</i> [[ἀστράσι]];<br />étoile ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> étoile filante, météore;<br /><b>2</b> sorte de pierre précieuse.<br />'''Étymologie:''' ἀ prosth, R. Σταρ ; cf. <i>lat.</i> [[stella]] p. *sterula, et [[astrum]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστήρ''': ὁ, γεν. -έρος, δοτ. Πλ. ἀστράσι Ἰλ. Χ. 28. 317: - ἀστὴρ εἷς καὶ [[μόνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄστρον (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπὶ τοῦ ἀστέρος τοῦ λεγομένου κυνός, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ Ἰλ. Ε. 5˙ [[οὔλιος]] ἀστήρ Λ. 62˙ οὕτω Σείριος ἀστήρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 415˙ [[ὡσαύτως]], ἀστὴρ [[Ἀρκτοῦρος]], ὁ [[κύριος]] ἀστὴρ ἐν τῷ ἀστερισμῷ, [[αὐτόθι]] 563. κτλ.: - διάττων ἀστὴρ ἢ μετέωρον, Ἰλ. Δ. 75, Πλάτ. Πολ. 621Β· οἱ διατρέχοντες ἀστέρες Ἀριστοφ. Εἰρ. 838˙ ᾄττοντας [[ὥσπερ]] ἀστέρας Πλάτ. Πολ. 621Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 33. 2) [[φλόξ]], φῶς, πῦρ, Εὐρ. Ἑλ. 1131. 3) [[ἀστήρ]] [[πέτρινος]], ἀερόλιθος, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ ἄστρον, ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, κτλ.˙ [[ἀστήρ]] Μουσῶν, Ἀθήνης Valk. Ἱππ. 1122. ΙΙΙ. μαλάκιόν τι θαλασσινόν, κοινῶς «[[σταυρός]]», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 20, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 50. IV. [[εἶδος]] ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2. V. [[φυτόν]] τι, πιθ. τὸ Aster Atticus ἤ τὸ ἐν Ζακύνθῳ καρφόχορτον λεγόμενον, ἴδε Sibthorp., Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Φυτ. 2. 3, 2, Διοσκ. 4. 120. VI. Σαμία γῆ χρησιμεύουσα [[ὅπου]] νῦν ὁ σφραγιδόκηρος, Θεοφρ. π. Λίθ. 63. (Πρβλ. ἄστρον, [[ὡσαύτως]] [[τέρας]], [[τεῖρος]] (signum)·Σανσκρ. staras, târâ· Λατ. astrum, [[stella]] (ὅ ἐ. ster-ula). - Γοτθ. stairnô, Παλαιο-Σκανδιν. stjarna, Ἀγγλοσαξ. steorra (star ἀστὴρ) Παλ. Ὑψ. Γερμ. sterro (Γερμ. stern). Ἐπειδὴ δὲ τὸ α ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν πλὴν τῆς Ἑλλην. καὶ τῆς Λατ. astrum, [[εἶναι]] πιθανῶς εὐφων. καὶ ἡ [[ῥίζα]] πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τῷ Σανσκρ. STAR (sternere [[στρώννυμι]]). - καθ’ ὅσον οἱ ἀστέρες [[εἶναι]] κατεστρωμένοι ἐν τῷ οὐρανῷ.).
|lstext='''ἀστήρ''': ὁ, γεν. -έρος, δοτ. Πλ. ἀστράσι Ἰλ. Χ. 28. 317: - ἀστὴρ εἷς καὶ [[μόνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄστρον (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπὶ τοῦ ἀστέρος τοῦ λεγομένου κυνός, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ Ἰλ. Ε. 5˙ [[οὔλιος]] ἀστήρ Λ. 62˙ οὕτω Σείριος ἀστήρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 415˙ [[ὡσαύτως]], ἀστὴρ [[Ἀρκτοῦρος]], ὁ [[κύριος]] ἀστὴρ ἐν τῷ ἀστερισμῷ, [[αὐτόθι]] 563. κτλ.: - διάττων ἀστὴρ ἢ μετέωρον, Ἰλ. Δ. 75, Πλάτ. Πολ. 621Β· οἱ διατρέχοντες ἀστέρες Ἀριστοφ. Εἰρ. 838˙ ᾄττοντας [[ὥσπερ]] ἀστέρας Πλάτ. Πολ. 621Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 33. 2) [[φλόξ]], φῶς, πῦρ, Εὐρ. Ἑλ. 1131. 3) [[ἀστήρ]] [[πέτρινος]], ἀερόλιθος, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ ἄστρον, ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, κτλ.˙ [[ἀστήρ]] Μουσῶν, Ἀθήνης Valk. Ἱππ. 1122. ΙΙΙ. μαλάκιόν τι θαλασσινόν, κοινῶς «[[σταυρός]]», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 20, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 50. IV. [[εἶδος]] ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2. V. [[φυτόν]] τι, πιθ. τὸ Aster Atticus ἤ τὸ ἐν Ζακύνθῳ καρφόχορτον λεγόμενον, ἴδε Sibthorp., Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D, πρβλ. Ἀριστ. Φυτ. 2. 3, 2, Διοσκ. 4. 120. VI. Σαμία γῆ χρησιμεύουσα [[ὅπου]] νῦν ὁ σφραγιδόκηρος, Θεοφρ. π. Λίθ. 63. (Πρβλ. ἄστρον, [[ὡσαύτως]] [[τέρας]], [[τεῖρος]] (signum)·Σανσκρ. staras, târâ· Λατ. astrum, [[stella]] (ὅ ἐ. ster-ula). - Γοτθ. stairnô, Παλαιο-Σκανδιν. stjarna, Ἀγγλοσαξ. steorra (star ἀστὴρ) Παλ. Ὑψ. Γερμ. sterro (Γερμ. stern). Ἐπειδὴ δὲ τὸ α ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν ἄλλων γλωσσῶν πλὴν τῆς Ἑλλην. καὶ τῆς Λατ. astrum, [[εἶναι]] πιθανῶς εὐφων. καὶ ἡ [[ῥίζα]] πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἐν τῷ Σανσκρ. STAR (sternere [[στρώννυμι]]). - καθ’ ὅσον οἱ ἀστέρες [[εἶναι]] κατεστρωμένοι ἐν τῷ οὐρανῷ.).
}}
{{bailly
|btext=έρος (ὁ) :<br /><i>dat. pl.</i> [[ἀστράσι]];<br />étoile ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> étoile filante, météore;<br /><b>2</b> sorte de pierre précieuse.<br />'''Étymologie:''' ἀ prosth, R. Σταρ ; cf. <i>lat.</i> [[stella]] p. *sterula, et [[astrum]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth