Anonymous

ἁλουργής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ές, = [[ἁλουργός]], τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ές, = [[ἁλουργός]], τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en pourpre ; τὰ ἁλουργῆ vêtements de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἔργον]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[πορφύρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλουργής''': -ές, (ἅλς, [[ἔργον]]) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· [[μίτρα]] [[ἁλουργής]], Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - [[ὡσαύτως]] [[ἁλουργός]], όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: [[χιτωνίσκος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. [[ἁλουργής]], ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] ἧττον [[συνήθης]], Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. [[ἁλιπόρφυρος]].
|lstext='''ἁλουργής''': -ές, (ἅλς, [[ἔργον]]) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· [[μίτρα]] [[ἁλουργής]], Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - [[ὡσαύτως]] [[ἁλουργός]], όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: [[χιτωνίσκος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. [[ἁλουργής]], ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] ἧττον [[συνήθης]], Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. [[ἁλιπόρφυρος]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en pourpre ; τὰ ἁλουργῆ vêtements de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἔργον]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[πορφύρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml