Anonymous

ἁνδάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ([[ἦδος]]), ἥνδανον, Hom. auch ἑήνδανον, attisch zuweilen ἑάνδανον, fut. [[ἁδήσω]], aor. ἕαδον, Hom. auch [[εὔαδε]], perf ἕαδα, dor. ἔαδα, partic. ἑαδότα, Il. 9, 173 Od. 18, 422, [[gefallen]], eigtl. ion. u. dichterisch, τινί, oft Hom. u. Her.; Theocr. 26, 30; auch mit doppeltem dat., Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ, Il. 1, 24, vgl. Od. 20, 327; so Pind. öfter; auch Soph. Ant. 500 u. sonst; bei Her. 5, 39 ist ἁνδάνειν τινί Einem einen Gefallen thun. Bei Theogn. 26, Eur. Med. 12 Or. 1633 u. Sp. auch mit dem acc., wie [[ἀρέσκω]], erfreuen, zufrieden stellen; Archi. 16 (X, 7) hat auch das med. ἁνδάνεται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ([[ἦδος]]), ἥνδανον, Hom. auch ἑήνδανον, attisch zuweilen ἑάνδανον, fut. [[ἁδήσω]], aor. ἕαδον, Hom. auch [[εὔαδε]], perf ἕαδα, dor. ἔαδα, partic. ἑαδότα, Il. 9, 173 Od. 18, 422, [[gefallen]], eigtl. ion. u. dichterisch, τινί, oft Hom. u. Her.; Theocr. 26, 30; auch mit doppeltem dat., Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ, Il. 1, 24, vgl. Od. 20, 327; so Pind. öfter; auch Soph. Ant. 500 u. sonst; bei Her. 5, 39 ist ἁνδάνειν τινί Einem einen Gefallen thun. Bei Theogn. 26, Eur. Med. 12 Or. 1633 u. Sp. auch mit dem acc., wie [[ἀρέσκω]], erfreuen, zufrieden stellen; Archi. 16 (X, 7) hat auch das med. ἁνδάνεται.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἥνδανον]], <i>f.</i> [[ἁδήσω]], <i>ao.2</i> [[ἕαδον]], <i>pf.2</i> [[ἕαδα]];<br /><b>1</b> plaire, être agréable : τινί, <i>rar.</i> τινά à qqn ; Ἀγαμέμνονι θυμῷ IL au cœur d'Agamemnon;<br /><b>2</b> (<i>p. ext. au sens du <i>lat.</i> placet</i>) τοῖσι μὲν [[ἕαδε]] avec l'inf. HDT ils agréèrent le projet de, ils décidèrent de ; • <i>impers.</i> ἐπεὶ [[εὔαδεν]] (<i>p.</i> *ἔϜαδεν) [[οὕτως]] IL puisque cela a plu ainsi, a été ainsi arrêté.<br />'''Étymologie:''' R. Ἁδ p. ΣϜαδ être agréable.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁνδάνω''': [ᾰ]: παρατ. ἥνδανον, Ἐπ. ἑήνδανον, παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ἑάνδανον Ἡρόδ. 9. 5 καὶ 19 (ἐν 7. 172., 8. 29 τὰ χφα ἔχουσιν ἥνδανον): - μέλλ. [[ἁδήσω]] Ἡρόδ. 5. 39: - πρκμ. ἅδηκα Ἱππῶν. 90· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἕᾱδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 867 (γεγραμμένον ἔαδα ἐν Θεοκρ. 27. 22)· μετ. ἑαδὼς (ἴδε κατωτ.): - ἀόρ. ἕᾰδον Ἡρόδ. 4. 201., 6. 106. - Ἐπ. εὕᾰδον (ὅ ἐ. ἔFαδον) Ἰλ. Ξ. 340, Ὀδ. Π. 28· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει [[ὡσαύτως]] [[ἅδον]] [ᾰ] Ἰλ. Ν. 748· γ΄ ἑν. ὑποτακτ. ἅδῃ Ἡρόδ. 1. 133· εὐκτ. ἅδοι Ὀδ. Υ. 327· ἀπαρ. [[ἁδεῖν]] Ἰλ. Γ. 173, Σοφ. Ἀντ. 89. (Ἐκ √ΣFΑΔ· πρβλ. Σανσκρ. svad, svad-âmi (gusto placeo), svâd-us (dulcis), Λατ. sua-vis (ὅ ἐ. suadvis), suad-eo, Γοτθ. sut-is, Παλαιο-Σκανδιν. sœt-r (ἢ [[μᾶλλον]] sœtr), Ἀγγλοσαξ. swêt-e, Παλ. Ὑψ. Γερμ. suoz-i (süss). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης πιθανῶς παράγονται καὶ τὰ [[ἥδομαι]], [[ἡδύς]], ἧδος, [[ἡδονή]], ἄσμενος, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ ἑδανός). Ἀρέσκω, εὐαρεστῶ, [[τέρπω]], κατὰ τὸ πλεῖστον Ἰων. καὶ ποιητ. ἐν χρήσει ὡς τὸ [[ἥδομαι]] ἐξαιρέσει τῆς συντάξεως, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ δοτ. προσ. Ὅμ., Ἡρόδ., Πίνδ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς δοτ., ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ Ἰλ. Α. 24, πρβλ. Ὀδ. ΙΙ. 28· εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι Υ. 327· Πηνελοπείῃ ἥνδανε μύθοισι, οἱ λόγοι [[αὐτοῦ]] ἦσαν εὐχάριστοι τῇ Πηνελόπῃ, Π. 398: - ἐν τῇ φράσει ἀδόντα δ’ εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν, ἡ δοτικὴ ἀνήκει εἴς τε τὴν μετοχὴν καὶ τὸ ἀπαρέμφ., Πινδ. Π. 2 ἐν τέλ.· - ἀπολ., τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν Ἰλ. Ι. 173, Ὀδ. Σ. 422. 2) ἂν τὸ [[ἁνδάνω]] δύναται νὰ συντάσσηται μετὰ αἰτιατ. (ὡς τὸ [[ἀρέσκω]] ΙΙΙ.), δυνάμεθα νὰ ἀποδεχθῶμεν τὴν γραφὴν πολλῶν χειρογράφων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1607· οὐ γάρ μ’ ἁνδάνουσι, καὶ ἁνδάνουσα μὲν φυγῇ πολίτας ἐν Μηδ. 12· βεβαίως εὑρίσκομεν νόον δ’ ἐμὸν [[οὔτις]] ἔαδε ἐν Θεοκρ. 27. 22· ἀλλ’ ἐν Θεόγν. 26 ἀντὶ τοῦ οὐδ’ ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕων πάντας ἁνδάνει, ἡ πιθανωτέρα γραφὴ [[εἶναι]] πάντεσσ’. ΙΙ. παρ’ Ἡροδ. ἁνδάνει ὡς τὸ Λατ. placet ἐκφράζει τὴν γνώμην ὁμίλου ἀνθρώπων, οὔ σφι ἥνδανε [[ταῦτα]] 7. 172, πρβλ. 9. 5· τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε 9. 19· μετ’ ἀπαρεμ., τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι 6. 106, πρβλ. 4. 145, 153, 201: - Ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἀπροσώπως ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας: ἐπεί νύ τοι εὔαδεν [[οὕτως]] [ἐνν. ποιεῖν] Ἰλ. Ρ. 647, πρβλ. Ὀδ. Β. 114. - τὰ FεFαδηκότα quae placuerunt, Λοκρ. Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 63. ΙΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 10. 7 ἀπαντᾷ τὸ [[μέσον]] ἁνδάνεται, οὐδ’ [[ἑκατόμβη]] τόσσον, ὅσον τιμὴ δαίμοσιν ἁνδάνεται.
|lstext='''ἁνδάνω''': [ᾰ]: παρατ. ἥνδανον, Ἐπ. ἑήνδανον, παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ἑάνδανον Ἡρόδ. 9. 5 καὶ 19 (ἐν 7. 172., 8. 29 τὰ χφα ἔχουσιν ἥνδανον): - μέλλ. [[ἁδήσω]] Ἡρόδ. 5. 39: - πρκμ. ἅδηκα Ἱππῶν. 90· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἕᾱδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 867 (γεγραμμένον ἔαδα ἐν Θεοκρ. 27. 22)· μετ. ἑαδὼς (ἴδε κατωτ.): - ἀόρ. ἕᾰδον Ἡρόδ. 4. 201., 6. 106. - Ἐπ. εὕᾰδον (ὅ ἐ. ἔFαδον) Ἰλ. Ξ. 340, Ὀδ. Π. 28· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει [[ὡσαύτως]] [[ἅδον]] [ᾰ] Ἰλ. Ν. 748· γ΄ ἑν. ὑποτακτ. ἅδῃ Ἡρόδ. 1. 133· εὐκτ. ἅδοι Ὀδ. Υ. 327· ἀπαρ. [[ἁδεῖν]] Ἰλ. Γ. 173, Σοφ. Ἀντ. 89. (Ἐκ √ΣFΑΔ· πρβλ. Σανσκρ. svad, svad-âmi (gusto placeo), svâd-us (dulcis), Λατ. sua-vis (ὅ ἐ. suadvis), suad-eo, Γοτθ. sut-is, Παλαιο-Σκανδιν. sœt-r (ἢ [[μᾶλλον]] sœtr), Ἀγγλοσαξ. swêt-e, Παλ. Ὑψ. Γερμ. suoz-i (süss). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης πιθανῶς παράγονται καὶ τὰ [[ἥδομαι]], [[ἡδύς]], ἧδος, [[ἡδονή]], ἄσμενος, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ ἑδανός). Ἀρέσκω, εὐαρεστῶ, [[τέρπω]], κατὰ τὸ πλεῖστον Ἰων. καὶ ποιητ. ἐν χρήσει ὡς τὸ [[ἥδομαι]] ἐξαιρέσει τῆς συντάξεως, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ δοτ. προσ. Ὅμ., Ἡρόδ., Πίνδ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς δοτ., ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ Ἰλ. Α. 24, πρβλ. Ὀδ. ΙΙ. 28· εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι Υ. 327· Πηνελοπείῃ ἥνδανε μύθοισι, οἱ λόγοι [[αὐτοῦ]] ἦσαν εὐχάριστοι τῇ Πηνελόπῃ, Π. 398: - ἐν τῇ φράσει ἀδόντα δ’ εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν, ἡ δοτικὴ ἀνήκει εἴς τε τὴν μετοχὴν καὶ τὸ ἀπαρέμφ., Πινδ. Π. 2 ἐν τέλ.· - ἀπολ., τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν Ἰλ. Ι. 173, Ὀδ. Σ. 422. 2) ἂν τὸ [[ἁνδάνω]] δύναται νὰ συντάσσηται μετὰ αἰτιατ. (ὡς τὸ [[ἀρέσκω]] ΙΙΙ.), δυνάμεθα νὰ ἀποδεχθῶμεν τὴν γραφὴν πολλῶν χειρογράφων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1607· οὐ γάρ μ’ ἁνδάνουσι, καὶ ἁνδάνουσα μὲν φυγῇ πολίτας ἐν Μηδ. 12· βεβαίως εὑρίσκομεν νόον δ’ ἐμὸν [[οὔτις]] ἔαδε ἐν Θεοκρ. 27. 22· ἀλλ’ ἐν Θεόγν. 26 ἀντὶ τοῦ οὐδ’ ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὕων πάντας ἁνδάνει, ἡ πιθανωτέρα γραφὴ [[εἶναι]] πάντεσσ’. ΙΙ. παρ’ Ἡροδ. ἁνδάνει ὡς τὸ Λατ. placet ἐκφράζει τὴν γνώμην ὁμίλου ἀνθρώπων, οὔ σφι ἥνδανε [[ταῦτα]] 7. 172, πρβλ. 9. 5· τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε 9. 19· μετ’ ἀπαρεμ., τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι 6. 106, πρβλ. 4. 145, 153, 201: - Ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ἀπροσώπως ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας: ἐπεί νύ τοι εὔαδεν [[οὕτως]] [ἐνν. ποιεῖν] Ἰλ. Ρ. 647, πρβλ. Ὀδ. Β. 114. - τὰ FεFαδηκότα quae placuerunt, Λοκρ. Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 63. ΙΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 10. 7 ἀπαντᾷ τὸ [[μέσον]] ἁνδάνεται, οὐδ’ [[ἑκατόμβη]] τόσσον, ὅσον τιμὴ δαίμοσιν ἁνδάνεται.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἥνδανον]], <i>f.</i> [[ἁδήσω]], <i>ao.2</i> [[ἕαδον]], <i>pf.2</i> [[ἕαδα]];<br /><b>1</b> plaire, être agréable : τινί, <i>rar.</i> τινά à qqn ; Ἀγαμέμνονι θυμῷ IL au cœur d'Agamemnon;<br /><b>2</b> (<i>p. ext. au sens du <i>lat.</i> placet</i>) τοῖσι μὲν [[ἕαδε]] avec l'inf. HDT ils agréèrent le projet de, ils décidèrent de ; • <i>impers.</i> ἐπεὶ [[εὔαδεν]] (<i>p.</i> *ἔϜαδεν) [[οὕτως]] IL puisque cela a plu ainsi, a été ainsi arrêté.<br />'''Étymologie:''' R. Ἁδ p. ΣϜαδ être agréable.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth