3,273,748
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0358.png Seite 358]] hastig ergreifen, aufraffen, wegraffen, rauben; ἁρπάζοντε Iliad. 5, 556;ἁρπάξων 22, 310; ἥρπαξε Iliad. 12, 305 Od. 15, 174; ἁρπάξας Iliad. 3, 444. 12, 445. 16, 814; ἁρπάξασα Od. 10, 48; ἁρπάξαν Od. 5, 416; ἁρπάξαντε Iliad. 13, 199; ἥρπασεν Od. 15, 250; ἁρπάσῃ Iliad. 17, 62. Bei den Att. fut. meist ἁρπάσομαι, Ar. Eccl. 866 Xen. Cyr. 7, 2, 5 u. öfter, neben ἁρπάσω Mag. Equ. 4, 17; aor. Att. ἥρπασα u. so fort, ἥρπασμαι, erst Sp. wieder ἁρπάξω, ἡρπάγην, 2. Cor. 12, 2, u. ἁρπαγήσομαι, 1. Thess. 4, 12; vgl. Lob. zu Phryn. 241; κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640; vgl. Eur. Tr. 959; ἄξει οὐχ ἑκοῦσαν ἁρπάσας I. A. 1365; [[μέσον]] τινά, Einen in der Mitte fassen, Her. 9, 107; ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Plat. Rep. I, 3540, d. i. raptim; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν Soph. Ai. 2; μάχαιραν Xen. Cyr. 2, 3, 10; schnell ergreifen, τὰ ὅπλα An. 5, 9, 8, vgl. 6, 3, 18; χώραν, berauben, 1, 2, 27; [[ὄρος]], schnell besetzen, 4, 6, 11; τὴν τῶν Ἑλλήνων εὐχέρειαν Pol. 32, 11, 4; τὸν καιρόν Plut. Dion. 26 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0358.png Seite 358]] hastig ergreifen, aufraffen, wegraffen, rauben; ἁρπάζοντε Iliad. 5, 556;ἁρπάξων 22, 310; ἥρπαξε Iliad. 12, 305 Od. 15, 174; ἁρπάξας Iliad. 3, 444. 12, 445. 16, 814; ἁρπάξασα Od. 10, 48; ἁρπάξαν Od. 5, 416; ἁρπάξαντε Iliad. 13, 199; ἥρπασεν Od. 15, 250; ἁρπάσῃ Iliad. 17, 62. Bei den Att. fut. meist ἁρπάσομαι, Ar. Eccl. 866 Xen. Cyr. 7, 2, 5 u. öfter, neben ἁρπάσω Mag. Equ. 4, 17; aor. Att. ἥρπασα u. so fort, ἥρπασμαι, erst Sp. wieder ἁρπάξω, ἡρπάγην, 2. Cor. 12, 2, u. ἁρπαγήσομαι, 1. Thess. 4, 12; vgl. Lob. zu Phryn. 241; κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640; vgl. Eur. Tr. 959; ἄξει οὐχ ἑκοῦσαν ἁρπάσας I. A. 1365; [[μέσον]] τινά, Einen in der Mitte fassen, Her. 9, 107; ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Plat. Rep. I, 3540, d. i. raptim; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν Soph. Ai. 2; μάχαιραν Xen. Cyr. 2, 3, 10; schnell ergreifen, τὰ ὅπλα An. 5, 9, 8, vgl. 6, 3, 18; χώραν, berauben, 1, 2, 27; [[ὄρος]], schnell besetzen, 4, 6, 11; τὴν τῶν Ἑλλήνων εὐχέρειαν Pol. 32, 11, 4; τὸν καιρόν Plut. Dion. 26 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἥρπαζον, <i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>rar.</i> ἁρπάσω, <i>ao.</i> [[ἥρπασα]], <i>pf.</i> [[ἥρπακα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἁρπασθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἡρπάσθην]], <i>pf.</i> ἥρπασμαι, <i>pqp.</i> ἡρπάσμην;<br /><b>1</b> enlever de force, ravir ; piller, acc.;<br /><b>2</b> saisir à la hâte, s'emparer vivement de, acc. ; <i>fig.</i> saisir promptement, comprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἁρπάζομαι (<i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>ao.</i> ἡρπασάμην) s'emparer de, se saisir violemment de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἅρπαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρπάζω''': μέλλ. ἁρπάξω Ἰλ. Χ. 310, Βαβρ. 89· Ἀττ. ἁρπάσω Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 17, ἀναρπάσεις Εὐρ. Ἴων 1303· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνηθέστερος [[εἶναι]] ὁ [[μέσος]] μέλλων ἁρπάσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1118, Ἐκκλ. 866, Ὄρν. 1460, Ξεν., κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ.· συνηρ. ἁρπῶμαι, ἁρπᾶ Ἑβδ. (Λευ. ιθ΄, 13): ― ἀόρ. ἥρπαξα Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ. ἥρπασα Εὐρ. Ὀρ. 1634, Θουκ. ([[ὡσαύτως]] Ἰλ. Ν. 528, Ἡρόδ.): ― πρκμ. ἥρπακα Ἀριστοφ. Πλ. 372, Πλάτ.: ― Μέσ., ἀόρ, ἡρπασάμην Λουκ. Τίμ. 22, κτλ. (ὑφηρπάσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 921)· ἐν Ἀνθ. Π. 11. 59, ἔχομεν ἁρπαμένης ἴχνια Περσεφόνης (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἅρπημι), πρβλ. 9. 619, καὶ συχν. παρὰ Νόννῳ: ― Παθ. πρκμ. ἥρπασμαι Ξεν. Ἀν. 1. 2. 27, ἀνήρπασται Εὐρ. Φοίν. 1079: γ΄ ἑν. ὑπερσ. ἥρπαστο ὁ αὐτ. Ἠλ. 1045· μεταγ. ἥρπαγμαι Παυσ. 3. 18, 7, ἀπαρ. -άχθαι Στράβ. 587· ― ἀόρ. α΄ ἡρπάσθην Ἡρόδ. 1. 1 καὶ 4, κτλ., Ἀττ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] (οὐχὶ παρ’ Ἀττ.) -χθην Ἡρόδ. 2. 90., 8. 115· μεταγ. ἀόρ, β΄ ἡρπάγην [ᾰ] Λυκόφρ. 505, κτλ.· ― μέλλ. ἁρπᾰγήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 3. ― Πρβλ. ἀν-, δι-, ἐξ-, συν-, ὑφαρπάζω, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἅρπασμα. (Ἐκ √ΑΡΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ἅρπαξ, [[ἁρπαγή]], ἅρπη, ἅρπυια, [[ἁρπαλέος]]· πρβλ. Λατ. [[rapio]], [[rapax]], [[rapidus]], [[ὡσαύτως]] sarpio καὶ sarmentum· Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. sarf, scarp (ἀγγλ. sharp, [[ὀξύς]]). Ἁρπάζω ὡς καὶ νῦν, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Ἰλ. Γ. 444, κτλ.· ὡς δ’ ὅτε τίς τε [[λέων]]… ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ Ἰλ. Ρ. 62· τοὺς δ’ αἶψ’ ἁρπάξασα [[φέρε]] [[πόντονδε]] [[θύελλα]] (ὅμοιον τῷ Λατ. raptim ferre), Ὀδ. Κ. 48, πρβλ. Ε. 416· ἁρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φ. 644· ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Ἡρόδ. 2· ἁρπ. χρυσὸν ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ὁ αὐτ. 3. 116· ἁρπ. καὶ φέρειν Λυσ. 159. 28· ― ἀπολ., [[κλέπτω]], [[λῃστεύω]], [[ὁτιή]] ᾽πιώρκεις ἡρπακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 428, πρβλ. Πλ. 372: ― Παθ. ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι, μοῦ τὴν ἁρπάζουσιν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Εὐρ. Ἀνδρ. 661 (ἄν καὶ τοῦτο δύναται νὰ [[εἶναι]] μέσ.). 2) [[ἁρπάζω]] τι ἐν σπουδῇ λᾶαν Ἰλ. Μ. 445· [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 624· τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 8· ἁρπάζει [[μέσον]] καὶ ἐξαείρας παίει ἐς τὴν γῆν, ἁρπάζει αὐτὸν ἀπὸ τὴν μέσην καὶ σηκώσας τὸν τινάσσει εἰς τὴν γῆν, Ἡρόδ. 9. 107· μετὰ γεν. τοῦ μέρους δι’ οὗ ἁρπάζει τίς τινα, τὸν δ’ αὖ τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδὸς Εὐρ. Κύκλ. 400· μετὰ γεν. μεριστ., ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4. 7· ἀπολ. ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Πλάτ. Πολ. 354Β: ― Μέσ. ἐν Λουκ. Θυσ. 3. 3) [[περιγίγνομαι]], [[καταβάλλω]], κατανικῶ, [[κυριεύω]], ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει [[φόβος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 259· [[ὡσαύτως]], [[καταλαμβάνω]] ἤ [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 11· ἐν Σοφ. Αἴ. 2, ἀεί μὲν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον, σὲ ἔχω παρατηρήσῃ ὦ παῖ τοῦ Λαέρτου, ὅτι [[πάντοτε]] προσπαθεῖς νὰ εὕρῃς καιρὸν εὔθετον [[ὅπως]] ἐπιτεθῇς κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου, Λοβ. ἐν τόπ. πρβλ. ἁρπ. τὸν καιρὸν Πλουτ. Φιλοπ. 15. 4) οἰκειοποιοῦμαι ἀφήγησίν τινος, ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου… Αἰσχύλος… ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω Ἡρόδ. 2. 156. 5) ἀντιλαμβάνομαι, [[ἁρπάζω]] διὰ τοῦ νοῦ, Πλούτ. 2. 647Ε. πρβλ. [[συναρπάζω]] 3. ΙΙ. λεηλατῶ, [[ἁρπάζω]], πόλεις, τοὺς φίλους, τὴν Ἑλλάδα, κτλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, Δημ. 103. 16. | |lstext='''ἁρπάζω''': μέλλ. ἁρπάξω Ἰλ. Χ. 310, Βαβρ. 89· Ἀττ. ἁρπάσω Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 17, ἀναρπάσεις Εὐρ. Ἴων 1303· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνηθέστερος [[εἶναι]] ὁ [[μέσος]] μέλλων ἁρπάσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1118, Ἐκκλ. 866, Ὄρν. 1460, Ξεν., κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ.· συνηρ. ἁρπῶμαι, ἁρπᾶ Ἑβδ. (Λευ. ιθ΄, 13): ― ἀόρ. ἥρπαξα Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ. ἥρπασα Εὐρ. Ὀρ. 1634, Θουκ. ([[ὡσαύτως]] Ἰλ. Ν. 528, Ἡρόδ.): ― πρκμ. ἥρπακα Ἀριστοφ. Πλ. 372, Πλάτ.: ― Μέσ., ἀόρ, ἡρπασάμην Λουκ. Τίμ. 22, κτλ. (ὑφηρπάσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 921)· ἐν Ἀνθ. Π. 11. 59, ἔχομεν ἁρπαμένης ἴχνια Περσεφόνης (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἅρπημι), πρβλ. 9. 619, καὶ συχν. παρὰ Νόννῳ: ― Παθ. πρκμ. ἥρπασμαι Ξεν. Ἀν. 1. 2. 27, ἀνήρπασται Εὐρ. Φοίν. 1079: γ΄ ἑν. ὑπερσ. ἥρπαστο ὁ αὐτ. Ἠλ. 1045· μεταγ. ἥρπαγμαι Παυσ. 3. 18, 7, ἀπαρ. -άχθαι Στράβ. 587· ― ἀόρ. α΄ ἡρπάσθην Ἡρόδ. 1. 1 καὶ 4, κτλ., Ἀττ., ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] (οὐχὶ παρ’ Ἀττ.) -χθην Ἡρόδ. 2. 90., 8. 115· μεταγ. ἀόρ, β΄ ἡρπάγην [ᾰ] Λυκόφρ. 505, κτλ.· ― μέλλ. ἁρπᾰγήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 3. ― Πρβλ. ἀν-, δι-, ἐξ-, συν-, ὑφαρπάζω, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἅρπασμα. (Ἐκ √ΑΡΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ἅρπαξ, [[ἁρπαγή]], ἅρπη, ἅρπυια, [[ἁρπαλέος]]· πρβλ. Λατ. [[rapio]], [[rapax]], [[rapidus]], [[ὡσαύτως]] sarpio καὶ sarmentum· Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. sarf, scarp (ἀγγλ. sharp, [[ὀξύς]]). Ἁρπάζω ὡς καὶ νῦν, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Ἰλ. Γ. 444, κτλ.· ὡς δ’ ὅτε τίς τε [[λέων]]… ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ Ἰλ. Ρ. 62· τοὺς δ’ αἶψ’ ἁρπάξασα [[φέρε]] [[πόντονδε]] [[θύελλα]] (ὅμοιον τῷ Λατ. raptim ferre), Ὀδ. Κ. 48, πρβλ. Ε. 416· ἁρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φ. 644· ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Ἡρόδ. 2· ἁρπ. χρυσὸν ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ὁ αὐτ. 3. 116· ἁρπ. καὶ φέρειν Λυσ. 159. 28· ― ἀπολ., [[κλέπτω]], [[λῃστεύω]], [[ὁτιή]] ᾽πιώρκεις ἡρπακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 428, πρβλ. Πλ. 372: ― Παθ. ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι, μοῦ τὴν ἁρπάζουσιν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Εὐρ. Ἀνδρ. 661 (ἄν καὶ τοῦτο δύναται νὰ [[εἶναι]] μέσ.). 2) [[ἁρπάζω]] τι ἐν σπουδῇ λᾶαν Ἰλ. Μ. 445· [[δόρυ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 624· τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 8· ἁρπάζει [[μέσον]] καὶ ἐξαείρας παίει ἐς τὴν γῆν, ἁρπάζει αὐτὸν ἀπὸ τὴν μέσην καὶ σηκώσας τὸν τινάσσει εἰς τὴν γῆν, Ἡρόδ. 9. 107· μετὰ γεν. τοῦ μέρους δι’ οὗ ἁρπάζει τίς τινα, τὸν δ’ αὖ τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδὸς Εὐρ. Κύκλ. 400· μετὰ γεν. μεριστ., ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4. 7· ἀπολ. ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Πλάτ. Πολ. 354Β: ― Μέσ. ἐν Λουκ. Θυσ. 3. 3) [[περιγίγνομαι]], [[καταβάλλω]], κατανικῶ, [[κυριεύω]], ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει [[φόβος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 259· [[ὡσαύτως]], [[καταλαμβάνω]] ἤ [[κυριεύω]] θέσιν τινά, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 11· ἐν Σοφ. Αἴ. 2, ἀεί μὲν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον, σὲ ἔχω παρατηρήσῃ ὦ παῖ τοῦ Λαέρτου, ὅτι [[πάντοτε]] προσπαθεῖς νὰ εὕρῃς καιρὸν εὔθετον [[ὅπως]] ἐπιτεθῇς κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου, Λοβ. ἐν τόπ. πρβλ. ἁρπ. τὸν καιρὸν Πλουτ. Φιλοπ. 15. 4) οἰκειοποιοῦμαι ἀφήγησίν τινος, ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου… Αἰσχύλος… ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω Ἡρόδ. 2. 156. 5) ἀντιλαμβάνομαι, [[ἁρπάζω]] διὰ τοῦ νοῦ, Πλούτ. 2. 647Ε. πρβλ. [[συναρπάζω]] 3. ΙΙ. λεηλατῶ, [[ἁρπάζω]], πόλεις, τοὺς φίλους, τὴν Ἑλλάδα, κτλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, Δημ. 103. 16. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |