Anonymous

ἁβρότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0005.png Seite 5]] ητος, ἡ, = [[ἁβροσύνη]], Pind. P. 11, 34 ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, des Schmuckes beraubte er die Häuser; Eur. Bacch. 966; Plat. verbindet es mit [[τρυφή]] und [[χλιδή]], Conv. 137 d; ἁβ. τῶν Περσῶν Alc. I, 122 c; Xen. τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρ. Cyr. 8, 8, 15, wo [[μαλακία]] u. [[θρύψις]] gleichstehen; Plut. verb. τρυφαὶ καὶ ἁβ., Cam. 2; Ant. 71.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0005.png Seite 5]] ητος, ἡ, = [[ἁβροσύνη]], Pind. P. 11, 34 ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, des Schmuckes beraubte er die Häuser; Eur. Bacch. 966; Plat. verbindet es mit [[τρυφή]] und [[χλιδή]], Conv. 137 d; ἁβ. τῶν Περσῶν Alc. I, 122 c; Xen. τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρ. Cyr. 8, 8, 15, wo [[μαλακία]] u. [[θρύψις]] gleichstehen; Plut. verb. τρυφαὶ καὶ ἁβ., Cam. 2; Ant. 71.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> air de délicatesse, manières de celui qui fait le difficile, le renchéri : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀβρότητι κεῖσαι EUR tu ne te trouveras pas dans un état à montrer tant de délicatesse;<br /><b>2</b> magnificence, faste, opulence.<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁβρότης''': -ητος, ἡ, = [[ἁβροσύνη]], [[λαμπρότης]], [[πολυτέλεια]]: ἔλυσε δόμους ἁβρότατος = οἴκους ἁβρότητος, ὅ ἐ. πολυτελεῖς. Πίνδ. Π. 11. 51· τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρότητι. Ξεν. Κυρ. 8. 8, 15, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Εὐρ. Βάκχ. 968. οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι = δὲν εἶσαι εἰς κατάστασιν ἢ δὲν τὸ καλεῖ ἡ ὥρα νὰ δεικνύῃς ἁβρότητα τρόπων. αὐτ. Ι. Α. 1343· ὡσαύτ. ἁβρότατος ἔπι = ἐν τῇ τρυφερᾷ νεανικῇ ἡλικίᾳ Πίνδ. Π. 8. 127.
|lstext='''ἁβρότης''': -ητος, ἡ, = [[ἁβροσύνη]], [[λαμπρότης]], [[πολυτέλεια]]: ἔλυσε δόμους ἁβρότατος = οἴκους ἁβρότητος, ὅ ἐ. πολυτελεῖς. Πίνδ. Π. 11. 51· τῇ Μήδων στολῇ καὶ ἁβρότητι. Ξεν. Κυρ. 8. 8, 15, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C, Εὐρ. Βάκχ. 968. οὐκ ἐν ἁβρότητι κεῖσαι = δὲν εἶσαι εἰς κατάστασιν ἢ δὲν τὸ καλεῖ ἡ ὥρα νὰ δεικνύῃς ἁβρότητα τρόπων. αὐτ. Ι. Α. 1343· ὡσαύτ. ἁβρότατος ἔπι = ἐν τῇ τρυφερᾷ νεανικῇ ἡλικίᾳ Πίνδ. Π. 8. 127.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> air de délicatesse, manières de celui qui fait le difficile, le renchéri : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀβρότητι κεῖσαι EUR tu ne te trouveras pas dans un état à montrer tant de délicatesse;<br /><b>2</b> magnificence, faste, opulence.<br />'''Étymologie:''' [[ἁβρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm