Anonymous

ἀπομαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
}}
{{bailly
|btext=devenir tout à fait fou.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
}}
{{bailly
|btext=devenir tout à fait fou.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml