Anonymous

ἄδεια: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0032.png Seite 32]] ([[ἀδεής]]), ἡ, Furchtlosigkeit, Sicherheit, ἐν ἀδείῃ οὐ ποιεῖσθαί τι, etwas für nicht gefahrlos halten, Her. 9, 42; bes. Sicherheit vor Strafe, ἄδειαν ποιησάμενος, nachdem er sich Straflosigkeit hatte zusichern lassen, Thuc. 6, 60; Plat. Legg. III, 701 a; τὰ σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν Lys. 2, 15. Freiheit, [[ἄδεια]] τοῦ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται 30, 34; ἄδειαν ποιεῖν τινι, Einem Amnestie geben, Dem. 24, 9; so δοῦναι, mit folgdm inf., Antiph. 3, 77, u. öfter bei den Rednern; auch mit dem Artikel, τοῦ μὴ [[παθεῖν]] Dem. 24, 31; vgl. Boeckh Staatshaushalt II, p. 184; ψηφίζεσθαι Andoc. 1, 11; εὑρίσκεσθαί τινι Lys. 13, 55, verschaffen; ὧν ἐφρόνουν ἔλαβον ἄδειαν, sie durften ihre Gesinnungen ungestraft äußern, Dem. 18, 286; ἀδείας τυχεῖν, sicheres Geleit erhalten, 5, 6; ἐπ' ἀδείας, in S., Luc. Tim. 14; Plut. Sol. 22; ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Caes. 2; ἄδ, πληγῶν καὶ κολάσεως qu. Rom. 111. Erlaubniß, Num. 10; so ἄδειαν διδόναι, c. inf., D. Sic. 20, 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0032.png Seite 32]] ([[ἀδεής]]), ἡ, Furchtlosigkeit, Sicherheit, ἐν ἀδείῃ οὐ ποιεῖσθαί τι, etwas für nicht gefahrlos halten, Her. 9, 42; bes. Sicherheit vor Strafe, ἄδειαν ποιησάμενος, nachdem er sich Straflosigkeit hatte zusichern lassen, Thuc. 6, 60; Plat. Legg. III, 701 a; τὰ σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν Lys. 2, 15. Freiheit, [[ἄδεια]] τοῦ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται 30, 34; ἄδειαν ποιεῖν τινι, Einem Amnestie geben, Dem. 24, 9; so δοῦναι, mit folgdm inf., Antiph. 3, 77, u. öfter bei den Rednern; auch mit dem Artikel, τοῦ μὴ [[παθεῖν]] Dem. 24, 31; vgl. Boeckh Staatshaushalt II, p. 184; ψηφίζεσθαι Andoc. 1, 11; εὑρίσκεσθαί τινι Lys. 13, 55, verschaffen; ὧν ἐφρόνουν ἔλαβον ἄδειαν, sie durften ihre Gesinnungen ungestraft äußern, Dem. 18, 286; ἀδείας τυχεῖν, sicheres Geleit erhalten, 5, 6; ἐπ' ἀδείας, in S., Luc. Tim. 14; Plut. Sol. 22; ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Caes. 2; ἄδ, πληγῶν καὶ κολάσεως qu. Rom. 111. Erlaubniß, Num. 10; so ἄδειαν διδόναι, c. inf., D. Sic. 20, 41.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> sécurité, sûreté : [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν [[τισιν]] THC garantir la sûreté des personnes <i>ou</i> la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;<br /><b>II.</b> impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s'assurer l'impunité ; amnistie;<br /><b>III.</b> liberté de faire, de dire qch : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;<br /><b>IV.</b> <i>t. de droit att.</i><br /><b>1</b> autorisation accordée par l'Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d'agir contrairement à des décisions antérieures;<br /><b>2</b> sauf-conduit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδεής]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδεια''': ἡ, (ἀδεὴς) [[ἀφοβία]], [[ἀσφάλεια]], Λατ. securitas, [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· [[ὡσαύτως]], ἄδειαν ψηφίζεσθαι [[περί]] τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· μετὰ πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - [[ὡσαύτως]] γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς [[κατοικία]], Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, [[ἤτοι]] ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, [[ὅπως]] ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων.
|lstext='''ἄδεια''': ἡ, (ἀδεὴς) [[ἀφοβία]], [[ἀσφάλεια]], Λατ. securitas, [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· [[ὡσαύτως]], ἄδειαν ψηφίζεσθαι [[περί]] τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· μετὰ πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - [[ὡσαύτως]] γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς [[κατοικία]], Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, [[ἤτοι]] ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, [[ὅπως]] ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> sécurité, sûreté : [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν [[τισιν]] THC garantir la sûreté des personnes <i>ou</i> la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;<br /><b>II.</b> impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s'assurer l'impunité ; amnistie;<br /><b>III.</b> liberté de faire, de dire qch : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;<br /><b>IV.</b> <i>t. de droit att.</i><br /><b>1</b> autorisation accordée par l'Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d'agir contrairement à des décisions antérieures;<br /><b>2</b> sauf-conduit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδεής]]¹.
}}
}}
{{lsm
{{lsm