Anonymous

ἄλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ἡ, das Umherschweifen, Umherirren, Hom. viermal, Od. 10, 464 ἀ. χαλεπῆς, 15, 342 ἄλης καὶ ὀιζύος, 345 ἄλη καὶ [[πῆμα]] καὶ [[ἄλγος]], 21, 284 ἄλη τ' ἀκομιστίη τε; – Eur. Or. 56 u. sp. D.; auch Plut. Mar. 45. Bei Soph. frg. 693 die umherschweifende Heerde; Aesch. Ag. 187 nennt Stürme δύσορμοι βροτῶν ἄλαι, die hafenlosen Irrfahrten der Menschen. Übertr. Unruhe des Geistes, Angst, Wahnsinn, Eur. Med. 1280; Plat. Crat. 421 b; Cic. Att. X, 1 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ἡ, das Umherschweifen, Umherirren, Hom. viermal, Od. 10, 464 ἀ. χαλεπῆς, 15, 342 ἄλης καὶ ὀιζύος, 345 ἄλη καὶ [[πῆμα]] καὶ [[ἄλγος]], 21, 284 ἄλη τ' ἀκομιστίη τε; – Eur. Or. 56 u. sp. D.; auch Plut. Mar. 45. Bei Soph. frg. 693 die umherschweifende Heerde; Aesch. Ag. 187 nennt Stürme δύσορμοι βροτῶν ἄλαι, die hafenlosen Irrfahrten der Menschen. Übertr. Unruhe des Geistes, Angst, Wahnsinn, Eur. Med. 1280; Plat. Crat. 421 b; Cic. Att. X, 1 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> course errante;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> égarement, agitation de l'esprit;<br /><b>3</b> troupe errante;<br /><b>II.</b> ce qui fait errer : βροτῶν ἄλαι ESCHL les tempêtes qui font errer les mortels.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλ errer.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλη''': [ᾰ], ἡ, [[περιπλάνησις]], τὸ περιπλανᾶσθαι [[ἄνευ]] ἑστίας ἢ ἐλπίδος ἀναπαύσεως, Ὀδ. Κ. 464, καὶ ἀλλ., ἔρχεται δ’ ἄλη, συνοδεία περιπλανωμένων φασμάτων (Ἡσύχ. «[[πλάνη]], [[ἄθροισμα]]»), Σοφ. Ἀποσπ. 693. 2) [[περιπλάνησις]] τοῦ πνεύματος, [[σύγχυσις]], [[παραφροσύνη]], Λατ. error mentis, Εὐρ. Μήδ. 1285, Πλάτ. Κρατ. 421Β. ΙΙ. ἐνεργ. ἄλαι βροτῶν δύσορμοι, περὶ τρικυμιῶν αἱ ὁποῖαι κάμνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπλανῶνται [[ἄνευ]] λιμένος καὶ ἀναπαύσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 195. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι παράγονται τὰ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], κτλ.˙ πρβλ. [[ἀλύω]]).
|lstext='''ἄλη''': [ᾰ], ἡ, [[περιπλάνησις]], τὸ περιπλανᾶσθαι [[ἄνευ]] ἑστίας ἢ ἐλπίδος ἀναπαύσεως, Ὀδ. Κ. 464, καὶ ἀλλ., ἔρχεται δ’ ἄλη, συνοδεία περιπλανωμένων φασμάτων (Ἡσύχ. «[[πλάνη]], [[ἄθροισμα]]»), Σοφ. Ἀποσπ. 693. 2) [[περιπλάνησις]] τοῦ πνεύματος, [[σύγχυσις]], [[παραφροσύνη]], Λατ. error mentis, Εὐρ. Μήδ. 1285, Πλάτ. Κρατ. 421Β. ΙΙ. ἐνεργ. ἄλαι βροτῶν δύσορμοι, περὶ τρικυμιῶν αἱ ὁποῖαι κάμνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπλανῶνται [[ἄνευ]] λιμένος καὶ ἀναπαύσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 195. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι παράγονται τὰ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], κτλ.˙ πρβλ. [[ἀλύω]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> course errante;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> égarement, agitation de l'esprit;<br /><b>3</b> troupe errante;<br /><b>II.</b> ce qui fait errer : βροτῶν ἄλαι ESCHL les tempêtes qui font errer les mortels.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλ errer.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth