Anonymous

ἁρμοῖ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie [[ἄρτι]], Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = [[ἡσυχῆ]], μικρῶς, Hippocr. S. [[ἁρμῶ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] (ἀρμοῖ scheint falsche Schreibart, vgl. Lob. zu Phryn. p. 19), 1) eben, jüngst, wie [[ἄρτι]], Aesch. Prom. 618; Theocr. 4, 51; Lycophr. 106. Es soll ein Syracusanisches Wort sein. – 2) = [[ἡσυχῆ]], μικρῶς, Hippocr. S. [[ἁρμῶ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur-le-champ, tout à l'heure.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμοῖ''': ἐπίρρ. ἄρτι, [[ἀρτίως]], [[νεωστί]], πρὸ ὀλίγου, «τώρα», [[ἁρμοῖ]] πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) [[ἡσυχῇ]], μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται [[ἁρμῷ]] ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει [[περί]] τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. ([[εἶναι]] δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]], κτλ.).
|lstext='''ἁρμοῖ''': ἐπίρρ. ἄρτι, [[ἀρτίως]], [[νεωστί]], πρὸ ὀλίγου, «τώρα», [[ἁρμοῖ]] πέπαυμαι τούς ἐμούς θρηνῶν πόνους Αίσχύλ. Πρ. 615 (ἐνθα ἴδε Blomf.), Θεόκρ. 4.51, Λυκόφρ. 106. 2) [[ἡσυχῇ]], μικρῶς, κατ’ ὀλίγον, Ἱππ. 591. 47., 675. 18, κτλ.· - γράφεται [[ἁρμῷ]] ὑπὸ τοῦ Πινδ. κατὰ τὸν Εὐστ. (Πονημάτ. 57. 18), πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 144. 19, καὶ ὑπὸ Φερεκράτ. (ἐν «Μεταλλεῦσι» 4) κατὰ τὸν Ἐρωτιανὸν (σ. 56), ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρική, ὁ Meineke δικαίως ἀμφιβάλλει [[περί]] τῆς χρήσεως αὐτῆς ἐν τῇ Ἀττ. κωμῳδ. ([[εἶναι]] δὲ πράγματι ἀρχαία δοτικὴ ἐκ τοῦ [[ἁρμός]]· πρβλ. [[οἴκοι]], [[πέδοι]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur-le-champ, tout à l'heure.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater