Anonymous

ἁρπαλέος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0358.png Seite 358]] Hom. Od. 8, 164 κερδέων ἁρπαλέων, entweder räuberischer, ungerechter Gewinn, oder anlockender, reizender Gewinn; Od. 6, 250 πῖνε καὶ ἦσθε ἁρπαλέως, gieeig; 14, 110 [[ἐνδυκέως]] κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε [[οἶνον]] ἁρπαλέως [[ἀκέων]], hastig; – bei den Folg. reizend, lieblich, ἄνθεα ἥβης Mimnerm.; vgl. Theogn. 1353; [[δόσις]] Pind. P. 8, 68, schnell erlangt u. deshalb reizend, angenehm; vgl. [[φροντίς]] 15, 62; κάματοι ἁρπαλέοι εἰρήνης Opp. Hal. 1, 468; ἁρπαλέως χαίρειν Ap. Rh. 4, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0358.png Seite 358]] Hom. Od. 8, 164 κερδέων ἁρπαλέων, entweder räuberischer, ungerechter Gewinn, oder anlockender, reizender Gewinn; Od. 6, 250 πῖνε καὶ ἦσθε ἁρπαλέως, gieeig; 14, 110 [[ἐνδυκέως]] κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε [[οἶνον]] ἁρπαλέως [[ἀκέων]], hastig; – bei den Folg. reizend, lieblich, ἄνθεα ἥβης Mimnerm.; vgl. Theogn. 1353; [[δόσις]] Pind. P. 8, 68, schnell erlangt u. deshalb reizend, angenehm; vgl. [[φροντίς]] 15, 62; κάματοι ἁρπαλέοι εἰρήνης Opp. Hal. 1, 468; ἁρπαλέως χαίρειν Ap. Rh. 4, 56.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />que l'on saisit avidement ; désiré avec ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρπάξω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρπᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[ἁρπάζω]]): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, [[χανδόν]], λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, [[ὑπερβαλλόντως]] ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, [[ἁρπάγδην]], Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς [[ἑλκυστικός]], [[γοητευτικός]], κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. [[ἔρως]], [[ἐναντίον]] τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
|lstext='''ἁρπᾰλέος''': -α, -ον, (ἴδε [[ἁρπάζω]]): ― παλαιὸν Ἐπ. ἐπίθ., [[ἄπληστος]], [[ἀδηφάγος]], ἀλλ’ ἡ σημ. αὕτη εὕρηται μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ., ἀπλήστως, [[χανδόν]], λάβρως, «’σὰν πεινασμένος», ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε… ἁρπαλέως Ὀδ. Ζ. 250, πρβλ. Ξ. 110· προθύμως, ἡμέτερον κῶμον δέξεται ἁρπαλέως Θέογν. 1046· ἁρπ. εὕδειν, εὐχαρίστως, μετὰ χαρᾶς, Μίμνερμ. 8. 8· ἁρπαλέως ἐπεχήρατο, [[ὑπερβαλλόντως]] ἐπεχάρη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 56· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἀριστοφ., ἁρπ. ἀραμένη, [[ἁρπάγδην]], Λυσ. 331 (λυρ.). ΙΙ. θελκτικὸς [[ἑλκυστικός]], [[γοητευτικός]], κέρδεα Ὀδ. Θ. 164· ἁρπ. [[ἔρως]], [[ἐναντίον]] τῷ ἀπηνὴς Θέογν. 1353 Bekk.· ἄνθεα ἥβης ἁρπαλέα Μίμνερμ. 1. 4· πρβλ. Πινδ. Π. 8. 93., 10. 96.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />que l'on saisit avidement ; désiré avec ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρπάξω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth