3,258,346
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0003.png Seite 3]] 1) nicht zu leben, unerträglich, Plat, [[αἰσχύνη]] [[ἄπορος]] καὶ ἄβ. Legg. IX, 873 c; [[βίος]] ἄβ. Leon. Tar. 100 (VII, 715). – 2) ohne Lebensunterhalt, arm, mit [[ἄκληρος]] verbunden Luc. D. Mort. 15, 3. – Antiphon soll es nach VLL. für reich gebraucht haben, wie es auch Il. 13, 6, wo es Eigenname ist, erkl. wurde, vgl. Scholl. und Ap. L. H.. 3, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0003.png Seite 3]] 1) nicht zu leben, unerträglich, Plat, [[αἰσχύνη]] [[ἄπορος]] καὶ ἄβ. Legg. IX, 873 c; [[βίος]] ἄβ. Leon. Tar. 100 (VII, 715). – 2) ohne Lebensunterhalt, arm, mit [[ἄκληρος]] verbunden Luc. D. Mort. 15, 3. – Antiphon soll es nach VLL. für reich gebraucht haben, wie es auch Il. 13, 6, wo es Eigenname ist, erkl. wurde, vgl. Scholl. und Ap. L. H.. 3, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans ressources pour vivre, indigent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βίος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄβιος''': -ον, = [[ἀβίωτος]], ζωῆς ἀβίου. Ἐμπεδ. 38. ἄβ. [[βίος]] Ἀνθ. Π. 7. 715. 2) μετὰ τὸν ὁποῖον ἢ ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἐπιζήσῃ τις: [[αἰσχύνη]] ἄβ. Πλάτ. Νόμ. 873C. ΙΙ. [[ἄνευ]] πόρου ζωῆς· πενόμενος· Λουκ. Νεκρ. διαλ. 15. 3. ἄτεκνος καὶ ἄβ. καὶ [[προώλης]], [[κατάρα]] ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 46. ΙΙΙ. ἄβιοι ἐν Ἰλ. Ν, 6, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἱππημολγῶν = ἁπλοῖ κατὰ τὸν βίον καὶ τοὺς τρόπους, οὐκ ἄδικοι· «Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε», ἀλλὰ πιθ. «Ἀβίων» ὡς κύριον ὄν. [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς γραφή· βεβαίως οὕτω μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅρ. Σχόλ. Ἑνετ. [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ. «τὸν ἄβιον Ἀντιφῶν ἀντὶ τοῦ πολὺν βίον κεκτημένον ἔταξεν, [[ὥσπερ]] [[Ὅμηρος]] ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον». Ἄβιοι, κατὰ Θεοδώρητον Ἐκκλ. ἱστ. 4, 28, λέγονται οἱ μοναχοί, «οἱ ἄβιοι καὶ ἀνέστιοι, καὶ ἄσαρκοι, μικροῦ δὲ ἀναίμονες καὶ Θεῷ κατὰ τοῦτο πλησιάζοντες». | |lstext='''ἄβιος''': -ον, = [[ἀβίωτος]], ζωῆς ἀβίου. Ἐμπεδ. 38. ἄβ. [[βίος]] Ἀνθ. Π. 7. 715. 2) μετὰ τὸν ὁποῖον ἢ ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἐπιζήσῃ τις: [[αἰσχύνη]] ἄβ. Πλάτ. Νόμ. 873C. ΙΙ. [[ἄνευ]] πόρου ζωῆς· πενόμενος· Λουκ. Νεκρ. διαλ. 15. 3. ἄτεκνος καὶ ἄβ. καὶ [[προώλης]], [[κατάρα]] ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 46. ΙΙΙ. ἄβιοι ἐν Ἰλ. Ν, 6, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἱππημολγῶν = ἁπλοῖ κατὰ τὸν βίον καὶ τοὺς τρόπους, οὐκ ἄδικοι· «Ἱππημολγῶν γλακτοφάγων ἀβίων τε», ἀλλὰ πιθ. «Ἀβίων» ὡς κύριον ὄν. [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς γραφή· βεβαίως οὕτω μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅρ. Σχόλ. Ἑνετ. [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ. «τὸν ἄβιον Ἀντιφῶν ἀντὶ τοῦ πολὺν βίον κεκτημένον ἔταξεν, [[ὥσπερ]] [[Ὅμηρος]] ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον». Ἄβιοι, κατὰ Θεοδώρητον Ἐκκλ. ἱστ. 4, 28, λέγονται οἱ μοναχοί, «οἱ ἄβιοι καὶ ἀνέστιοι, καὶ ἄσαρκοι, μικροῦ δὲ ἀναίμονες καὶ Θεῷ κατὰ τοῦτο πλησιάζοντες». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |