Anonymous

ἄπλαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) nicht gebildet, ungeformt; unverstellt, einfach, wahrhaft, Plat. Ep. III, 319 b; ἀπλάστως γελῶν, ohne sein Lachen zu verbergen, Theophr.; ungekünstelt, Plut. Pomp. 73; ungeheuchelt, Aem. Paul. 37. – Adv., ἀπλάστως καὶ ἀσχηματίστως λέγειν Dion. Hal. rhet. 10, 11. – 2) = [[ἄπλατος]], unnahbar, Hes. Th. 151, vgl. O. 147; Muetzell de em. Theog. p. 56 erklärt es auch hier = unförmlich. Auch bei Soph. frg. wird es ἀξύμβλητον erklärt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) nicht gebildet, ungeformt; unverstellt, einfach, wahrhaft, Plat. Ep. III, 319 b; ἀπλάστως γελῶν, ohne sein Lachen zu verbergen, Theophr.; ungekünstelt, Plut. Pomp. 73; ungeheuchelt, Aem. Paul. 37. – Adv., ἀπλάστως καὶ ἀσχηματίστως λέγειν Dion. Hal. rhet. 10, 11. – 2) = [[ἄπλατος]], unnahbar, Hes. Th. 151, vgl. O. 147; Muetzell de em. Theog. p. 56 erklärt es auch hier = unförmlich. Auch bei Soph. frg. wird es ἀξύμβλητον erklärt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non façonné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπλαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλάσῃ, νὰ σχηματίσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5, πρβλ. 9.12. 2) ὁ μὴ [[πλαστός]], ἀλλ’ ἐν τῇ φυσικῇ [[αὐτοῦ]] καταστάσει εὐρισκόμενος, [[ἁπλοῦς]], Πλούτ. 2.16B, 62C: [[φυσικός]], [[ἀπροσποίητος]], [[ἀνυπόκριτος]], [[φρόνημα]], [[εὔνοια]], [[προθυμία]], κτλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 37 Θεμίστιος 56D, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, Κέβητος Πίν. 20: ― Ἐπίρρ. -τως, φυσικῶς, [[ἄνευ]] προσποιήσεως, γελᾶν Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β· αὐλεῖν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 11, 4· ἀποκρίνεσθαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 27. 3) ὁ μὴ ὁλοκλήρως σχηματισθείς, [[ἀσχημάτιστος]], Φίλων 2. 317. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], λαμβανόμενον ὡς συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀπέλαστος]], ἀπροπέλαστος, [[τερατώδης]], ἀλλὰ κατὰ ταύτην τὴν σημασίαν προτιμᾶται ἐν γένει ἡ γραφὴ ἄπλᾱτος. Ἴδε τὴν λέξιν.
|lstext='''ἄπλαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλάσῃ, νὰ σχηματίσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5, πρβλ. 9.12. 2) ὁ μὴ [[πλαστός]], ἀλλ’ ἐν τῇ φυσικῇ [[αὐτοῦ]] καταστάσει εὐρισκόμενος, [[ἁπλοῦς]], Πλούτ. 2.16B, 62C: [[φυσικός]], [[ἀπροσποίητος]], [[ἀνυπόκριτος]], [[φρόνημα]], [[εὔνοια]], [[προθυμία]], κτλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 37 Θεμίστιος 56D, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, Κέβητος Πίν. 20: ― Ἐπίρρ. -τως, φυσικῶς, [[ἄνευ]] προσποιήσεως, γελᾶν Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β· αὐλεῖν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 11, 4· ἀποκρίνεσθαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 27. 3) ὁ μὴ ὁλοκλήρως σχηματισθείς, [[ἀσχημάτιστος]], Φίλων 2. 317. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], λαμβανόμενον ὡς συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀπέλαστος]], ἀπροπέλαστος, [[τερατώδης]], ἀλλὰ κατὰ ταύτην τὴν σημασίαν προτιμᾶται ἐν γένει ἡ γραφὴ ἄπλᾱτος. Ἴδε τὴν λέξιν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non façonné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml