Anonymous

ἄνυδρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] ([[ὕδωρ]], vgl. [[ἄϋδρος]]), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ [[ἄνυδρος]], die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, [[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]] Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, [[ἄταφος]], οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] ([[ὕδωρ]], vgl. [[ἄϋδρος]]), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ [[ἄνυδρος]], die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, [[ἄθαπτος]], [[ἄνυδρος]] Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, [[ἄταφος]], οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans eau, sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ὁ πάσχων ἔλλειψιν ὕδατος, μὴ ἔχων [[ὕδωρ]], ἐπὶ ξηρῶν τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 35, Marcksch, Ἡρόδ. 4. 185· γῆ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ἰδίως [[ἄνευ]] πηγαίου ὕδατος, περὶ τοῦ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 7, πρβλ. 149., 3. 5· ἡ [[ἄνυδρος]] (δηλ. γῆ) αὐτ. 3. 4 καὶ 9, Ἀριστ. Ἀποσπ. 99· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον [τὸ [[φθινόπωρον]]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1085, ἐπὶ νεκροῦ μὴ ἀξιωθέντος ἐπικηδείων λουτρῶν. Ἐν Ἴωνι 89· σμύρνης δ’ ἀνύδρου [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφή, σημαίνει δὲ ξηρᾶς· [[ἴσως]] λέγεται οὕτω [[διότι]] παράγεται ἐν ἀνύδροις χώραις.
|lstext='''ἄνυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ὁ πάσχων ἔλλειψιν ὕδατος, μὴ ἔχων [[ὕδωρ]], ἐπὶ ξηρῶν τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 35, Marcksch, Ἡρόδ. 4. 185· γῆ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ἰδίως [[ἄνευ]] πηγαίου ὕδατος, περὶ τοῦ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 7, πρβλ. 149., 3. 5· ἡ [[ἄνυδρος]] (δηλ. γῆ) αὐτ. 3. 4 καὶ 9, Ἀριστ. Ἀποσπ. 99· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον [τὸ [[φθινόπωρον]]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1085, ἐπὶ νεκροῦ μὴ ἀξιωθέντος ἐπικηδείων λουτρῶν. Ἐν Ἴωνι 89· σμύρνης δ’ ἀνύδρου [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφή, σημαίνει δὲ ξηρᾶς· [[ἴσως]] λέγεται οὕτω [[διότι]] παράγεται ἐν ἀνύδροις χώραις.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans eau, sec.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR