Anonymous

ἄπαγε: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] imperat. von [[ἀπάγω]], adverbial gebraucht: fort mit dir, packe dich! vollständig, [[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]] Ar. Ran. 852; Equ. 1147 [[ἄπαγε]] εἰς μακαρίαν; Sp., wie Luc. Prom. 7; mit dem partic., [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ' αὐδῶν Eur. Phoen. 1725, weg mit dem Gerede.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0273.png Seite 273]] imperat. von [[ἀπάγω]], adverbial gebraucht: fort mit dir, packe dich! vollständig, [[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]] Ar. Ran. 852; Equ. 1147 [[ἄπαγε]] εἰς μακαρίαν; Sp., wie Luc. Prom. 7; mit dem partic., [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ' αὐδῶν Eur. Phoen. 1725, weg mit dem Gerede.
}}
{{bailly
|btext=va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.<br />'''Étymologie:''' impér. de [[ἀπάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, [[ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει».
|lstext='''ἄπαγε''': [[κυρίως]] προστ. τοῦ [[ἀπάγω]], ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, [[ὅπερ]] καὶ τίθεται [[ἐνίοτε]], [[ἄπαγε]] σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, [[ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών]], «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, [[μακράν]], [[κάτω]] τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, [[ἄπαγε]] τὰ [[πάρος]] εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἄπαγε]]· παῦσαι, ἀναχώρει».
}}
{{bailly
|btext=va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.<br />'''Étymologie:''' impér. de [[ἀπάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml