3,277,020
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, [[πολιτεία]], steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα Dem. 24, 168. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, [[πολιτεία]], steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα Dem. 24, 168. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inégal ; [[ἄνισος]] [[πολιτεία]] ESCHN gouvernement oligarchique;<br /><b>2</b> inique, partial.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἴσος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνῐσος''': -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: ([[ἴσος]]), ὁ μὴ [[ἴσος]], [[ἄνισος]], [[ἀνώμαλος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ [[ἄνισον]] = ἡ [[ἀνισότης]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. [[πολιτεία]], περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ [[ἄνισον]] δοκεῖ δίκαιον [[εἶναι]]... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, [[ἄδικος]], «ὄχι [[ἴσος]] [[ἄνθρωπος]]», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, [[ἄδικος]]: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν [[πρός]] τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2. | |lstext='''ἄνῐσος''': -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: ([[ἴσος]]), ὁ μὴ [[ἴσος]], [[ἄνισος]], [[ἀνώμαλος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ [[ἄνισον]] = ἡ [[ἀνισότης]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. [[πολιτεία]], περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ [[ἄνισον]] δοκεῖ δίκαιον [[εἶναι]]... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, [[ἄδικος]], «ὄχι [[ἴσος]] [[ἄνθρωπος]]», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, [[ἄδικος]]: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν [[πρός]] τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |