Anonymous

ἄμικτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, θηρῶν [[στρατός]], von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; [[ἀνήρ]] Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie [[τόπος]] ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ [[ἄγριος]] Luc. V. H. 1, 35; [[θηρίον]] ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; [[δράκαινα]] ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, [[βίος]], [[ἡδονή]], Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0124.png Seite 124]] 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, θηρῶν [[στρατός]], von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; [[ἀνήρ]] Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie [[τόπος]] ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ [[ἄγριος]] Luc. V. H. 1, 35; [[θηρίον]] ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; [[δράκαινα]] ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, [[βίος]], [[ἡδονή]], Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mélangé, pur;<br /><b>2</b> qui ne se mêle pas avec ; insociable, sauvage, farouche ; <i>fig.</i> [[ἄμικτος]] [[αἶα]] EUR terre inhospitalière ; [[ἄμικτος]] [[τόπος]] ISOCR lieu sauvage;<br /><b>3</b> qui ne se mêle pas <i>ou</i> ne se confond pas avec ; [[ἄμικτος]] [[βοή]] ESCHL cri qui ne se confond pas, ne s'harmonise pas avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμικτος''': -ον, ὁ μὴ μιγνυόμενος, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναμιχθῇ, Ἐμπεδ. 172. 321· ἄμ. βοή = κραυγαί, αἵτινες δὲν δύνανται νὰ συμμιχθῶσι καὶ ἀποτελέσωσιν ἁρμονίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 321· ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Βαβρ. 98. 19. II. ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[βίος]], ἡδονὴ Πλάτ. Φίλ. 61Β, 50Ε· - ἀμ. τινι, ὁ μὴ ἀναμιχθεὶς μὲ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. Πολιτ. 310D· ἄμικτα κατὰ στίχον, ἐπὶ κανονικῶν στίχων, οἷοι οἱ Ἐπικ. ἢ ἰαμβ., Ἠφαιστ. 118: - Ἐπίρρ. -τως, ὑπερθ. -τατα Πλάτ. Φίλ. 59C. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος μὲ ἄλλους, ([[ὅπως]] τὸ μιγῆναι κεῖται ἐπὶ ἐντεύξεως ἢ κοινωνίας), [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀκοινώνητος]], [[σκαιός]], [[ἄγριος]], περὶ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Κυκλώπων, Σοφ. Τρ. 1095, Εὐρ. Κύκλ. 428· [[δράκαινα]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοτίδι» Ι. 3: τὸ ἄμικτον = [[ἀμιξία]] ΙΙ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294· ἄμ. [[πατήρ]], [[σκυθρωπός]], [[στρυφνός]], [[δύσκολος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 502: - ἄμ. τινι = ὁ μὴ ἔχων σχέσιν πρὸς ἄλλους, ὁ ἀποφεύγων τὰς μετὰ τῶν ἄλλων σχέσεις, [[αὐτόθι]] 429· οὕτω καὶ ἐπὶ νόμων καὶ ἐθίμων· ἄμ. [[νόμιμα]] τοῖς ἄλλοις Θουκ. 1. 77· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Σοφ. 254D. β. [[ἄνευ]] συνουσίας, [[ἤτοι]] σαρκικῆς μίξεως, Πλάτ. Πολιτ. 276Α· ἀμ. θηραίω ἀνδρός, μετ’ ἀνδρὸς ξένου, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 28. 2) ἐπὶ τόπων, ἄμ. αἶα, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος γῆ, Εὐρ. Ι. Τ. 402· ἄμ. [[τόπος]] Ἰσοκρ. 202C.
|lstext='''ἄμικτος''': -ον, ὁ μὴ μιγνυόμενος, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναμιχθῇ, Ἐμπεδ. 172. 321· ἄμ. βοή = κραυγαί, αἵτινες δὲν δύνανται νὰ συμμιχθῶσι καὶ ἀποτελέσωσιν ἁρμονίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 321· ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Βαβρ. 98. 19. II. ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[βίος]], ἡδονὴ Πλάτ. Φίλ. 61Β, 50Ε· - ἀμ. τινι, ὁ μὴ ἀναμιχθεὶς μὲ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. Πολιτ. 310D· ἄμικτα κατὰ στίχον, ἐπὶ κανονικῶν στίχων, οἷοι οἱ Ἐπικ. ἢ ἰαμβ., Ἠφαιστ. 118: - Ἐπίρρ. -τως, ὑπερθ. -τατα Πλάτ. Φίλ. 59C. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος μὲ ἄλλους, ([[ὅπως]] τὸ μιγῆναι κεῖται ἐπὶ ἐντεύξεως ἢ κοινωνίας), [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀκοινώνητος]], [[σκαιός]], [[ἄγριος]], περὶ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Κυκλώπων, Σοφ. Τρ. 1095, Εὐρ. Κύκλ. 428· [[δράκαινα]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοτίδι» Ι. 3: τὸ ἄμικτον = [[ἀμιξία]] ΙΙ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294· ἄμ. [[πατήρ]], [[σκυθρωπός]], [[στρυφνός]], [[δύσκολος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 502: - ἄμ. τινι = ὁ μὴ ἔχων σχέσιν πρὸς ἄλλους, ὁ ἀποφεύγων τὰς μετὰ τῶν ἄλλων σχέσεις, [[αὐτόθι]] 429· οὕτω καὶ ἐπὶ νόμων καὶ ἐθίμων· ἄμ. [[νόμιμα]] τοῖς ἄλλοις Θουκ. 1. 77· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Σοφ. 254D. β. [[ἄνευ]] συνουσίας, [[ἤτοι]] σαρκικῆς μίξεως, Πλάτ. Πολιτ. 276Α· ἀμ. θηραίω ἀνδρός, μετ’ ἀνδρὸς ξένου, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 28. 2) ἐπὶ τόπων, ἄμ. αἶα, [[ἄξενος]], ἀφιλόξενος γῆ, Εὐρ. Ι. Τ. 402· ἄμ. [[τόπος]] Ἰσοκρ. 202C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mélangé, pur;<br /><b>2</b> qui ne se mêle pas avec ; insociable, sauvage, farouche ; <i>fig.</i> [[ἄμικτος]] [[αἶα]] EUR terre inhospitalière ; [[ἄμικτος]] [[τόπος]] ISOCR lieu sauvage;<br /><b>3</b> qui ne se mêle pas <i>ou</i> ne se confond pas avec ; [[ἄμικτος]] [[βοή]] ESCHL cri qui ne se confond pas, ne s'harmonise pas avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml