Anonymous

ἐκδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) Etwas von Einem aufnehmen, es ihm abnehmen, τινί τι, Il. 13, 710; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί Aesch. Ch. 751; τὰ εἰς πόλεμον παρὰ πατρός, d. i. vom Vater lernen, Her. 2, 166; [[παῖς]] παρὰ πατρὸς ἀρχὴν ἐξεδέξατο, überkam die Regierung vom Vater, folgte ihm in der Regierung, 1, 26. 106, öfter, u. Folgde; auch ohne den acc., Φραόρτεω τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης Her. 1, 16, folgte ihm nach; ähnl. ἡ Περσικὴ κα, ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη 4, 39; so auch ἐκδεξάμενον εἰπεῖν Plat. Conv. 189 a, gleich darauf; vgl. [[ὥσπερ]] σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον, Euthyd. 277 b. – 2) aufnehmen in sich, τὰ πάντα ἐν αὑτῷ Plat. Tim. 50 e; dah. λόγους, verstehen, auffassen, Pol. 10, 8, 12; D. Sic. 14, 56, u. bes. Schol. – 3) erwarten, κεῖνον ἐνθάδ' ἐκδέχου Soph. Phil. 123; Dem. 5, 18; [[ἕως]] ἂν γένηταί τι D. Hal. 6, 67. – Anders Her. τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο [[πόνος]] 4, 1, vgl. Pol. 1, 65, 2, empfangen, erwarten. – Aber πόλεμον, übernehmen, Plat. Menex. 245 a; τὴν αἰτίαν, die Schuld auf sich nehmen, Dem. 19, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) Etwas von Einem aufnehmen, es ihm abnehmen, τινί τι, Il. 13, 710; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί Aesch. Ch. 751; τὰ εἰς πόλεμον παρὰ πατρός, d. i. vom Vater lernen, Her. 2, 166; [[παῖς]] παρὰ πατρὸς ἀρχὴν ἐξεδέξατο, überkam die Regierung vom Vater, folgte ihm in der Regierung, 1, 26. 106, öfter, u. Folgde; auch ohne den acc., Φραόρτεω τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης Her. 1, 16, folgte ihm nach; ähnl. ἡ Περσικὴ κα, ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη 4, 39; so auch ἐκδεξάμενον εἰπεῖν Plat. Conv. 189 a, gleich darauf; vgl. [[ὥσπερ]] σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον, Euthyd. 277 b. – 2) aufnehmen in sich, τὰ πάντα ἐν αὑτῷ Plat. Tim. 50 e; dah. λόγους, verstehen, auffassen, Pol. 10, 8, 12; D. Sic. 14, 56, u. bes. Schol. – 3) erwarten, κεῖνον ἐνθάδ' ἐκδέχου Soph. Phil. 123; Dem. 5, 18; [[ἕως]] ἂν γένηταί τι D. Hal. 6, 67. – Anders Her. τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο [[πόνος]] 4, 1, vgl. Pol. 1, 65, 2, empfangen, erwarten. – Aber πόλεμον, übernehmen, Plat. Menex. 245 a; τὴν αἰτίαν, die Schuld auf sich nehmen, Dem. 19, 37.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκδέξομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir de : τινί [[τι]] ἐκδ. recevoir qch des mains de qqn ; τινα ἐκδ. τινι ESCHL recevoir une personne des mains d'une autre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> recueillir par succession : [[παρά]] τινος ἀρχήν HDT recueillir le pouvoir des mains de qqn ; <i>abs.</i> succéder, venir après ; <i>en parl. de pays</i> ἡ Περσικὴ καὶ ἀπὸ [[ταύτης]] ἐκδεκομένη ἡ [[Ἀσσυρίη]] HDT la Perse et l'Assyrie, qui vient ensuite ; <i>en parl. d'événements</i> τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο [[οὐκ]] [[ἐλάσσων]] [[πόνος]] HDT une guerre non moins difficile survint aux Scythes;<br /><b>2</b> recevoir par tradition verbale ; apprendre : [[τι]] [[παρά]] τινος qch de qqn;<br /><b>II.</b> attendre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδέχομαι''': Ἰων. [[ἐκδέκομαι]], μέλλ. -δέξομαι, ἀποθ. Ι. τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, 1) [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] παρ’ ἄλλου, οἵ οἱ [[σάκος]] ἐξεδέχοντο Ἰλ. Ν. 710· Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρὶ Αἰσχύλ. Χο. 762· ἐπὶ πυρσοῦ, μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνὸς ἐξεδέξατο ὁ αὐτ. Ἀγ. 285· ἐκδ. τὴν αἰτίαν, [[ἀναλαμβάνω]], «παίρνω [[ἐπάνω]] μου» τὴν κατηγορίαν, Δημ. 352. 26. 2) ἐπὶ διαδόχου, ἐκδ. τὴν [[ἀρχήν]], τὴν βασιληΐην [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 1. 7, 26, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παραλειπομένης τῆς αἰτιατ., ἐξεδέξατο Σαδυάττης (ἐνν. τὴν βασιληΐην) [[αὐτόθι]] 16, πρβλ. 103, κ. ἀλλ.· [[παῖς]] παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν τέχνην ὁ αὐτ. 2. 166· [[οὕτως]], ἐκδεξάμενοι (ἐνν. τὴν μάχην) ὁ αὐτ. 7. 211. 3) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, καὶ ὁ Διονυσόδωρος [[ὥσπερ]] σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ἐκδεξάμενος (ἐνν. τὸν λόγον) εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 189Α· ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..., ὁ δ’ ἐκδεξάμενος Δημ. 232. 10 4) [[περιμένω]], προσδοκῶ, Λατ. excipere, κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου Σοφ. Φ. 123· ἐκδ. ἕως... Διον. Ἁλ. 6. 67. 5) ὡς τὸ Λατ. accipere, [[ἀποδέχομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκλαμβάνω]], ἐξηγοῦμαι, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5· τοὺς λόγους Πολύβ. 10. 18, 12· πρβλ. [[ἐκλαμβάνω]] IV. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], Λατ. excipere, τοὺς Σκύθας... ἐξεδέξατο οὐκ [[ἐλάσσων]] [[πόνος]] Ἡρόδ. 4. 1 ἐκδ. αὐτοὺς [[περίοδος]] τῆς λίμνης μακρὴ ὁ αὐτ. 1. 185. 2) ἐπὶ γειτνιαζουσῶν χωρῶν, συνορεύω, ἀπὸ ταύτης (ἐνν. τῆς Περσικῆς) ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη ὁ αὐτ. 4. 39, πρβλ. 99.
|lstext='''ἐκδέχομαι''': Ἰων. [[ἐκδέκομαι]], μέλλ. -δέξομαι, ἀποθ. Ι. τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, 1) [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] παρ’ ἄλλου, οἵ οἱ [[σάκος]] ἐξεδέχοντο Ἰλ. Ν. 710· Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρὶ Αἰσχύλ. Χο. 762· ἐπὶ πυρσοῦ, μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον [[αἶπος]] Ζηνὸς ἐξεδέξατο ὁ αὐτ. Ἀγ. 285· ἐκδ. τὴν αἰτίαν, [[ἀναλαμβάνω]], «παίρνω [[ἐπάνω]] μου» τὴν κατηγορίαν, Δημ. 352. 26. 2) ἐπὶ διαδόχου, ἐκδ. τὴν [[ἀρχήν]], τὴν βασιληΐην [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 1. 7, 26, κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παραλειπομένης τῆς αἰτιατ., ἐξεδέξατο Σαδυάττης (ἐνν. τὴν βασιληΐην) [[αὐτόθι]] 16, πρβλ. 103, κ. ἀλλ.· [[παῖς]] παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν τέχνην ὁ αὐτ. 2. 166· [[οὕτως]], ἐκδεξάμενοι (ἐνν. τὴν μάχην) ὁ αὐτ. 7. 211. 3) [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, καὶ ὁ Διονυσόδωρος [[ὥσπερ]] σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ἐκδεξάμενος (ἐνν. τὸν λόγον) εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 189Α· ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..., ὁ δ’ ἐκδεξάμενος Δημ. 232. 10 4) [[περιμένω]], προσδοκῶ, Λατ. excipere, κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου Σοφ. Φ. 123· ἐκδ. ἕως... Διον. Ἁλ. 6. 67. 5) ὡς τὸ Λατ. accipere, [[ἀποδέχομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκλαμβάνω]], ἐξηγοῦμαι, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5· τοὺς λόγους Πολύβ. 10. 18, 12· πρβλ. [[ἐκλαμβάνω]] IV. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], Λατ. excipere, τοὺς Σκύθας... ἐξεδέξατο οὐκ [[ἐλάσσων]] [[πόνος]] Ἡρόδ. 4. 1 ἐκδ. αὐτοὺς [[περίοδος]] τῆς λίμνης μακρὴ ὁ αὐτ. 1. 185. 2) ἐπὶ γειτνιαζουσῶν χωρῶν, συνορεύω, ἀπὸ ταύτης (ἐνν. τῆς Περσικῆς) ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη ὁ αὐτ. 4. 39, πρβλ. 99.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκδέξομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> recevoir de : τινί [[τι]] ἐκδ. recevoir qch des mains de qqn ; τινα ἐκδ. τινι ESCHL recevoir une personne des mains d'une autre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> recueillir par succession : [[παρά]] τινος ἀρχήν HDT recueillir le pouvoir des mains de qqn ; <i>abs.</i> succéder, venir après ; <i>en parl. de pays</i> ἡ Περσικὴ καὶ ἀπὸ [[ταύτης]] ἐκδεκομένη ἡ [[Ἀσσυρίη]] HDT la Perse et l'Assyrie, qui vient ensuite ; <i>en parl. d'événements</i> τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο [[οὐκ]] [[ἐλάσσων]] [[πόνος]] HDT une guerre non moins difficile survint aux Scythes;<br /><b>2</b> recevoir par tradition verbale ; apprendre : [[τι]] [[παρά]] τινος qch de qqn;<br /><b>II.</b> attendre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth