Anonymous

ἄνοστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0242.png Seite 242]] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0242.png Seite 242]] ohne Rückkehr, nicht zurückkehrend, Od. 24, 528; Eur. I. T. 751; superl., ἀνοστοτάτη ἥβη, die gar nicht wiederkehrt, Ep. ad. 646 (VII, 482).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui ne revient pas;<br /><i>Sp.</i> ἀνοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νόστος]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />sans saveur, sans goût;<br /><i>Cp.</i> ἀνοστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνοστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις [[οὐδέποτε]] πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. [[ἄνοστος]] ἐν τῇ σημερινῇ.
|lstext='''ἄνοστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις [[οὐδέποτε]] πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. [[ἄνοστος]] ἐν τῇ σημερινῇ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui ne revient pas;<br /><i>Sp.</i> ἀνοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[νόστος]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />sans saveur, sans goût;<br /><i>Cp.</i> ἀνοστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth