3,277,286
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0776.png Seite 776]] 1) ausmachen, vollführen; Aesch. Ag. 568; τόδ' ἐξέπραξεν, [[ὥστε]] Βόσπορον κλεῖσαι Pers. 709; vgl. Eur. Alc. 298; τοὖργον Soph. O. C. 945; ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Ant. 303; ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, der mich zur Seherinn machte, Aesch. Ag. 1248; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε εἰς [[γόον]], ihr habt das Jubellied in Jammer verkehrt, Eur. Bacch. 1161; τὸ ἐκπραχθέν Plat. Legg. IX, 866 d. – Auch = tödten, Soph. O. C. 1655, wie Eur. Hec. 515. – In Prosa gew. 2) einfordern, eintreiben, Schulden, Abgaben; [[χρέος]] Aesch. Suppl. 467; τινὰ πολλὰ χρήματα, von ihm eintreiben, Thuc. 8, 108; τοὺς [[ταμίας]] ἐκπράττειν Plat. Legg. VI, 774 e; τὴν ζημίαν Xen. Lac. 8, 4; auch μητρῷον φόνον, den Mord rächen, Eur. Med. 1305, wie Or. 416, eigentl. αἵματος δίκην, die Buße für den Mord eintreiben, Herc. Fur. 43; und so im med., Δωριέος φόνον [[πρός]] τινος, an Jem. rächen, Her. 7, 158. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0776.png Seite 776]] 1) ausmachen, vollführen; Aesch. Ag. 568; τόδ' ἐξέπραξεν, [[ὥστε]] Βόσπορον κλεῖσαι Pers. 709; vgl. Eur. Alc. 298; τοὖργον Soph. O. C. 945; ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Ant. 303; ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, der mich zur Seherinn machte, Aesch. Ag. 1248; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε εἰς [[γόον]], ihr habt das Jubellied in Jammer verkehrt, Eur. Bacch. 1161; τὸ ἐκπραχθέν Plat. Legg. IX, 866 d. – Auch = tödten, Soph. O. C. 1655, wie Eur. Hec. 515. – In Prosa gew. 2) einfordern, eintreiben, Schulden, Abgaben; [[χρέος]] Aesch. Suppl. 467; τινὰ πολλὰ χρήματα, von ihm eintreiben, Thuc. 8, 108; τοὺς [[ταμίας]] ἐκπράττειν Plat. Legg. VI, 774 e; τὴν ζημίαν Xen. Lac. 8, 4; auch μητρῷον φόνον, den Mord rächen, Eur. Med. 1305, wie Or. 416, eigentl. αἵματος δίκην, die Buße für den Mord eintreiben, Herc. Fur. 43; und so im med., Δωριέος φόνον [[πρός]] τινος, an Jem. rächen, Her. 7, 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> exécuter, achever, accomplir : [[τι]] qch ; ἐκπρ. [[ὡς]] faire en sorte que;<br /><b>2</b> tuer, détruire;<br /><b>3</b> faire payer : χρήματα ἐκπρ. τινά THC extorquer de l'argent à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκπράσσομαι faire payer : φόνον [[πρός]] τινος HDT tirer de qqn vengeance d'un meurtre ; <i>abs.</i> consommer une vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πράσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπράσσω''': Ἀττι. -ττω· μέλλ. -ξω, [[πράττω]] τι ἐντελῶς, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, Λατ. efficere, τόδ’ ἐκπράξασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 582, κτλ.· τόδ’ ἐξέπραξεν [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 723· χρόνῳ ποτ’ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Σοφ. Ἀντ. 303· δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ’ Εὐρ. Ἑλ. 20 τὸν καλλίνικον... ἐξεπράξατε ἐς [[γόον]], ἐκάματε τὸ ἐπινίκιον ὕμνον νὰ λήξῃ εἰς θρῆνον, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1161. ΙΙ. δίδω [[τέλος]], «ξεκάμνω», [[φονεύω]], [[καταστρέφω]], Λατ. conficere, ως τὸ [[διεργάζομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1275, Σοφ. Ο. Κ. 1659, Εὐρ. Ἑκ. 515. ΙΙΙ. ἀπαιτῶ, εἰσπράττω, [[λαμβάνω]], [[χρέος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 472· αἵματος δίκην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43· ζημίαν Πλάτ. Νόμ. 774Ε· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτ., χρήματα ἐκπρ. τινὰ Θουκ. 8. 108· τοὺς [[ταμίας]] ἐκπρ. τι Πλάτ. Νόμ. 774E. - Παθ., ἔχω νὰ πληρώσω, μοὶ ἀπαιτοῦσί τι, Παυσ. 7. 12, 1. 2) τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 377 (κατὰ τὸν Jebb [[ἑρμηνευτέον]], διαπράττω, [[ἀπεργάζομαι]]), Εὐρ. Μήδ. 1305· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκπράσσεσθαι τὸν Δωριέως φόνον Ἡρόδ. 7. 158· ἐκπρ. τὸν φόνον [[πρός]] τινος [[αὐτόθι]]. - Παθ., ἐκπραχθήσῃ ὅσ’ ἔπραξας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 128. | |lstext='''ἐκπράσσω''': Ἀττι. -ττω· μέλλ. -ξω, [[πράττω]] τι ἐντελῶς, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], κατορθώνω, Λατ. efficere, τόδ’ ἐκπράξασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 582, κτλ.· τόδ’ ἐξέπραξεν [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 723· χρόνῳ ποτ’ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Σοφ. Ἀντ. 303· δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ’ Εὐρ. Ἑλ. 20 τὸν καλλίνικον... ἐξεπράξατε ἐς [[γόον]], ἐκάματε τὸ ἐπινίκιον ὕμνον νὰ λήξῃ εἰς θρῆνον, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1161. ΙΙ. δίδω [[τέλος]], «ξεκάμνω», [[φονεύω]], [[καταστρέφω]], Λατ. conficere, ως τὸ [[διεργάζομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1275, Σοφ. Ο. Κ. 1659, Εὐρ. Ἑκ. 515. ΙΙΙ. ἀπαιτῶ, εἰσπράττω, [[λαμβάνω]], [[χρέος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 472· αἵματος δίκην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43· ζημίαν Πλάτ. Νόμ. 774Ε· [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτ., χρήματα ἐκπρ. τινὰ Θουκ. 8. 108· τοὺς [[ταμίας]] ἐκπρ. τι Πλάτ. Νόμ. 774E. - Παθ., ἔχω νὰ πληρώσω, μοὶ ἀπαιτοῦσί τι, Παυσ. 7. 12, 1. 2) τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 377 (κατὰ τὸν Jebb [[ἑρμηνευτέον]], διαπράττω, [[ἀπεργάζομαι]]), Εὐρ. Μήδ. 1305· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκπράσσεσθαι τὸν Δωριέως φόνον Ἡρόδ. 7. 158· ἐκπρ. τὸν φόνον [[πρός]] τινος [[αὐτόθι]]. - Παθ., ἐκπραχθήσῃ ὅσ’ ἔπραξας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 128. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |