3,277,301
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] 1) entkränzen, den Kranz abnehmen, von Trinkgefäßen, im Ggstze von [[ἐπιστέφω]], Paus. bei Eustath. – 2) mit Kränzen ausschmücken; ἱκτηρίοις κλάδοισιν Soph. O. R. 3. 19, mit den Zweigen der Hülfeflehenden in den Händen; κρᾶτας ἐξεστεμμένοι Eur. Herc. Fur. 526; Alc. 171; νόον Μοῦσαι ἐξέστεψαν ἀοιδῆς δώρῳ Opp. H. 4, 8; ἀνέχευε καὶ ἐξέστεψε θάλασσαν, er goß das Meer wie einen Kranz um die Erde, 2, 33. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] 1) entkränzen, den Kranz abnehmen, von Trinkgefäßen, im Ggstze von [[ἐπιστέφω]], Paus. bei Eustath. – 2) mit Kränzen ausschmücken; ἱκτηρίοις κλάδοισιν Soph. O. R. 3. 19, mit den Zweigen der Hülfeflehenden in den Händen; κρᾶτας ἐξεστεμμένοι Eur. Herc. Fur. 526; Alc. 171; νόον Μοῦσαι ἐξέστεψαν ἀοιδῆς δώρῳ Opp. H. 4, 8; ἀνέχευε καὶ ἐξέστεψε θάλασσαν, er goß das Meer wie einen Kranz um die Erde, 2, 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=couronner, orner de couronnes ; ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι SOPH portant, en suppliant, des rameaux d'olivier entourés de laine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[στέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκστέφω''': μέλλ. -ψω, ἀφαιρῶ τὸν στέφανον, ἐκκενῶ πλῆρες [[μέχρι]] στεφάνης [[ποτήριον]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιστέφω]] (ὃ ἴδε), Παυσ. παρ᾿ Εὐστ. 1402. 61. ΙΙ. περικοσμῶ διὰ στεφάνου, Εὐρ. Ἀλκ. 171· ἰδίως ἐπὶ ἱκετῶν, κρᾶτας ἐξεστεμμένοι ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 526· ἀλλ᾿ ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι = ἱκτηρίους κλάδους ἐξεστεμμένους ἔχοντες, Σοφ. Ο. Τ. 3, πρβλ. 19, ἴδε καὶ Ἰλ. Α. 14, Αἰσχύλ. Εὐμ. 45· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὴν λέξ. [[στέμμα]]. ΙΙΙ. ἐξέστεψε θάλασσαν, ἐξέχεε κύκλῳ ἐν εἴδει στεφάνου θάλασσαν. Ὀππ. Ἁλ 2. 33. | |lstext='''ἐκστέφω''': μέλλ. -ψω, ἀφαιρῶ τὸν στέφανον, ἐκκενῶ πλῆρες [[μέχρι]] στεφάνης [[ποτήριον]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιστέφω]] (ὃ ἴδε), Παυσ. παρ᾿ Εὐστ. 1402. 61. ΙΙ. περικοσμῶ διὰ στεφάνου, Εὐρ. Ἀλκ. 171· ἰδίως ἐπὶ ἱκετῶν, κρᾶτας ἐξεστεμμένοι ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 526· ἀλλ᾿ ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι = ἱκτηρίους κλάδους ἐξεστεμμένους ἔχοντες, Σοφ. Ο. Τ. 3, πρβλ. 19, ἴδε καὶ Ἰλ. Α. 14, Αἰσχύλ. Εὐμ. 45· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὴν λέξ. [[στέμμα]]. ΙΙΙ. ἐξέστεψε θάλασσαν, ἐξέχεε κύκλῳ ἐν εἴδει στεφάνου θάλασσαν. Ὀππ. Ἁλ 2. 33. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |