Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκεντρίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> aiguillon;<br /><b>2</b> éperon;<br /><b>3</b> pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κέντρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκεντρίς''': -ίδος, ἡ, ([[κέντρον]]) «κεντρί», [[οἷον]] τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, [[σκορπίων]], κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) [[κέντρον]] πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, [[οἷον]] τὸ [[βούκεντρον]] (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως [[πτερνιστήρ]], ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) [[εἶδος]] γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) [[εἶδος]] λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν [[πόδα]] [[ὅπως]] βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας [[ἀναδραμεῖν]] εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.
|lstext='''ἐγκεντρίς''': -ίδος, ἡ, ([[κέντρον]]) «κεντρί», [[οἷον]] τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, [[σκορπίων]], κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) [[κέντρον]] πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, [[οἷον]] τὸ [[βούκεντρον]] (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως [[πτερνιστήρ]], ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) [[εἶδος]] γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) [[εἶδος]] λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν [[πόδα]] [[ὅπως]] βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας [[ἀναδραμεῖν]] εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> aiguillon;<br /><b>2</b> éperon;<br /><b>3</b> pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κέντρον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm