Anonymous

ἐμμελής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, [[κίνησις]] Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσθαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; [[πρός]] τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη [[πολιτεία]], wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ [[χαρίεσσα]] [[θεραπαινίς]] Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισθέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ [[σωφρονικός]] Plut. Lyc. 11; von Sachen, [[οὐσία]], bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα [[ἱερά]] sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρθῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, [[κίνησις]] Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσθαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; [[πρός]] τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη [[πολιτεία]], wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ [[χαρίεσσα]] [[θεραπαινίς]] Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισθέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ [[σωφρονικός]] Plut. Lyc. 11; von Sachen, [[οὐσία]], bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα [[ἱερά]] sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρθῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui est dans le ton, qui résonne d'accord ; juste, harmonieux;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> bien réglé, bien proportionné, bien ordonné;<br /><b>2</b> bien approprié : [[πρός]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] à qch;<br /><b>3</b> convenable, de bon goût.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἠχῶν ἁρμονικῶς, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, [[ἐναρμόνιος]], [[ἁρμονικός]], ἀντίθετον τῷ [[πλημμελής]], ἐμμ. φωνὴ Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλούτ. 2. 1014C, κτλ.· ἁρμονικῶν ἐμμ. [[κρᾶσις]] Πλούτ. Φωκ. 2· [[λέξις]] ἐμμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἐπὶ ποιητοῦ, [[ἁρμονικός]], [[γλυκύς]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 19. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[κόσμιος]], τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Πλάτ. Κριτί. 106Β ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι [[αὐτόθι]] 121Β· οὕτω, ἐμμελὴς [[πολιτεία]] Πλούτ. Πελοπ. 19. β) [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, κριτὴς Πλάτ. Νόμ. 876D· ἐμμελὴς ἐπί τι Πλουτ. Λούκουλ. 1· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Δημήτρ. 2. γ) [[λεπτός]], [[κομψός]], [[ἐπίχαρις]], ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς Πλάτ. Θεαίτ. 174Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐμμελέστερον ἐστί, εὐαρεστότερον, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 807· οὐκ ἐμμελὲς Πλάτ. Σοφ. 259D. 3) [[ἀνάλογος]], ἁρμόζων, κτήματα... ποῖα ἄν τις κτώμενος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο ὁ αὐτ. Νόμ. 776Β· ἐμμ. [[ὁμιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1· [[πόλις]] μεγέθει ἐμελεστέρα ὁ αὐτ. Πολ. 7. 6, 8· - [[ἐντεῦθεν]], [[μέτριος]], [[μικρός]], ἀντίθετον τῷ μέγιστος, Πλάτ. Νόμ. 760Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐμμελῶς, Ἰων. -έως, ἐναρμονίως, ὁ αὐτ. Νόμ. 816Α. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 5, κ. ἀλλ. 2) καταλλήλως, [[προσηκόντως]], [[πρεπόντως]], εὐπρεπῶς, Σιμωνίδ. 8. 3· ἐμμ. πάντων ἔχειν, ἔχειν τὰ πάντα [[προσηκόντως]] [[πρεπόντως]], Πλάτ. Πρωτ. 321· ἐμμ. φέρειν τὰς τύχας Ἀριστ. Ν. 1. 10, 11· δαπανῆσαι ἐμμ. [[αὐτόθι]] 4. 2, 5· ἐμμ. λέγειν, παίζειν, κτλ., [[αὐτόθι]] 9. 10, 1., 4. 3, 3. κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐμμελῶς· προθύμως, ἐρρωμένως, συνετῶς». - Συγκρ. -λεστέρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 278D· -έστερον ὁ αὐτ. Πολ. 471Α· ὑπερθ. -έστατα [[αὐτόθι]] 581Β.
|lstext='''ἐμμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἠχῶν ἁρμονικῶς, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, [[ἐναρμόνιος]], [[ἁρμονικός]], ἀντίθετον τῷ [[πλημμελής]], ἐμμ. φωνὴ Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλούτ. 2. 1014C, κτλ.· ἁρμονικῶν ἐμμ. [[κρᾶσις]] Πλούτ. Φωκ. 2· [[λέξις]] ἐμμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἐπὶ ποιητοῦ, [[ἁρμονικός]], [[γλυκύς]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 19. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[κόσμιος]], τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Πλάτ. Κριτί. 106Β ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι [[αὐτόθι]] 121Β· οὕτω, ἐμμελὴς [[πολιτεία]] Πλούτ. Πελοπ. 19. β) [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, κριτὴς Πλάτ. Νόμ. 876D· ἐμμελὴς ἐπί τι Πλουτ. Λούκουλ. 1· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Δημήτρ. 2. γ) [[λεπτός]], [[κομψός]], [[ἐπίχαρις]], ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς Πλάτ. Θεαίτ. 174Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐμμελέστερον ἐστί, εὐαρεστότερον, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 807· οὐκ ἐμμελὲς Πλάτ. Σοφ. 259D. 3) [[ἀνάλογος]], ἁρμόζων, κτήματα... ποῖα ἄν τις κτώμενος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο ὁ αὐτ. Νόμ. 776Β· ἐμμ. [[ὁμιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1· [[πόλις]] μεγέθει ἐμελεστέρα ὁ αὐτ. Πολ. 7. 6, 8· - [[ἐντεῦθεν]], [[μέτριος]], [[μικρός]], ἀντίθετον τῷ μέγιστος, Πλάτ. Νόμ. 760Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐμμελῶς, Ἰων. -έως, ἐναρμονίως, ὁ αὐτ. Νόμ. 816Α. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 5, κ. ἀλλ. 2) καταλλήλως, [[προσηκόντως]], [[πρεπόντως]], εὐπρεπῶς, Σιμωνίδ. 8. 3· ἐμμ. πάντων ἔχειν, ἔχειν τὰ πάντα [[προσηκόντως]] [[πρεπόντως]], Πλάτ. Πρωτ. 321· ἐμμ. φέρειν τὰς τύχας Ἀριστ. Ν. 1. 10, 11· δαπανῆσαι ἐμμ. [[αὐτόθι]] 4. 2, 5· ἐμμ. λέγειν, παίζειν, κτλ., [[αὐτόθι]] 9. 10, 1., 4. 3, 3. κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐμμελῶς· προθύμως, ἐρρωμένως, συνετῶς». - Συγκρ. -λεστέρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 278D· -έστερον ὁ αὐτ. Πολ. 471Α· ὑπερθ. -έστατα [[αὐτόθι]] 581Β.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui est dans le ton, qui résonne d'accord ; juste, harmonieux;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> bien réglé, bien proportionné, bien ordonné;<br /><b>2</b> bien approprié : [[πρός]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] à qch;<br /><b>3</b> convenable, de bon goût.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml