Anonymous

ἐμβατεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0805.png Seite 805]] 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. [[ἀμφιβαίνω]]); so νῆσον ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ [[δαίμων]] D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χθονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ [[πλοῖον]], sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ [[χωρίον]] Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0805.png Seite 805]] 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. [[ἀμφιβαίνω]]); so νῆσον ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ [[δαίμων]] D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χθονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ [[πλοῖον]], sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ [[χωρίον]] Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3
}}
{{bailly
|btext=entrer dans, gén. ; <i>en parl. des dieux</i> fréquenter (un lieu qui leur est consacré), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβατεύω''': περιπατῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[μέρος]] τι, [[συχνάζω]], τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, [[νῆσος]]... ἣν ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν [[πόδα]] εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. [[ἐμβαίνω]] Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν [[οὕτως]] εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, [[ἐπιβαίνω]], βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.
|lstext='''ἐμβατεύω''': περιπατῶ, [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[μέρος]] τι, [[συχνάζω]], τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, [[νῆσος]]... ἣν ὁ [[φιλόχορος]] Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... [[Διόνυσος]] ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν [[πόδα]] εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. [[ἐμβαίνω]] Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν [[οὕτως]] εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ [[χωρίον]] Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, [[ἐπιβαίνω]], βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.
}}
{{bailly
|btext=entrer dans, gén. ; <i>en parl. des dieux</i> fréquenter (un lieu qui leur est consacré), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάτης]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR