Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκοίλιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0708.png Seite 708]] im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0708.png Seite 708]] im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est dans le ventre ; τὰ ἐγκοίλια AR intérieur d'un vaisseau, cale.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κοιλία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκοίλιος''': -ον, ([[κοιλία]]) ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ ὤν: ‒ ὡς οὐσιαστ., ἐγκοίλια, τά, 1) τὰ [[ἐντόσθια]], Διόδ. 1. 35, 91, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 13. 2) αἱ πλευραὶ τοῦ κύτους πλοίου, Λατ. interamenta navium, Θεοφρ. Ἱστ. 4. 2, 8, Ἀθήν. 206F.
|lstext='''ἐγκοίλιος''': -ον, ([[κοιλία]]) ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ ὤν: ‒ ὡς οὐσιαστ., ἐγκοίλια, τά, 1) τὰ [[ἐντόσθια]], Διόδ. 1. 35, 91, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 13. 2) αἱ πλευραὶ τοῦ κύτους πλοίου, Λατ. interamenta navium, Θεοφρ. Ἱστ. 4. 2, 8, Ἀθήν. 206F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est dans le ventre ; τὰ ἐγκοίλια AR intérieur d'un vaisseau, cale.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κοιλία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[ἐγκοίλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εγκοίλια</i><br />(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς<br /><b>αρχ.</b><br />[[εντόσθια]].
|mltxt=-ο (AM [[ἐγκοίλιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εγκοίλια</i><br />(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς<br /><b>αρχ.</b><br />[[εντόσθια]].
}}
}}