Anonymous

ἐνακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] in der Blüthe sein, darin blühen, träftig sein, Sp., bes. Ael.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] in der Blüthe sein, darin blühen, träftig sein, Sp., bes. Ael.
}}
{{bailly
|btext=être dans sa fleur, dans sa force, dans toute sa vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀκμάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα [[ἄνθη]], τὰ [[ἄνθη]] τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.
|lstext='''ἐνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα [[ἄνθη]], τὰ [[ἄνθη]] τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=être dans sa fleur, dans sa force, dans toute sa vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀκμάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνακμάζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαίνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[ακμή]], [[είμαι]] ώριμος («[[ὅταν]] δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) έχω μεγάλες φλόγες, [[μαίνομαι]]<br /><b>3.</b> (για τον ήλιο) [[είμαι]] [[καυτερός]], [[καίω]] («τοῦ ἡλίου ἐνακμάζοντος», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[ψύχος]] ή τον χειμώνα) [[είμαι]] [[δριμύς]]<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[ανθίζω]], [[θάλλω]] («[[πάθος]] ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).
|mltxt=[[ἐνακμάζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαίνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι στην [[ακμή]], [[είμαι]] ώριμος («[[ὅταν]] δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φωτιά]]) έχω μεγάλες φλόγες, [[μαίνομαι]]<br /><b>3.</b> (για τον ήλιο) [[είμαι]] [[καυτερός]], [[καίω]] («τοῦ ἡλίου ἐνακμάζοντος», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για το [[ψύχος]] ή τον χειμώνα) [[είμαι]] [[δριμύς]]<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[ανθίζω]], [[θάλλω]] («[[πάθος]] ἐνακμάζει τῇ Ἐλλάδι», Μάξ. Τύρ.).
}}
}}