3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] ές (s. ἅγος), fluchbeladen, auf dem ein schweres Verbrechen, eine Blutschuld, u. deshalb der Fluch der Götter u. Menschen lastet, Her. 5, 70; ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Thuc. 1, 126; ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος Aesch. 3, 110, der sich an diesem Gotte versündigt hat; Sp., wie D. Cass. 53, 17. Bei Soph. O. C. 656, ch. erkl. der Schol. [[καθαρός]], der den Göttern durch einen Eid verpflichtet ist, also im Falle des Eidbruchs deren Fluch auf sich ladet; so Aesch. Suppl. 116 θεοῖς ἐναγέα τέλη. – Adv., Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] ές (s. ἅγος), fluchbeladen, auf dem ein schweres Verbrechen, eine Blutschuld, u. deshalb der Fluch der Götter u. Menschen lastet, Her. 5, 70; ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Thuc. 1, 126; ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος Aesch. 3, 110, der sich an diesem Gotte versündigt hat; Sp., wie D. Cass. 53, 17. Bei Soph. O. C. 656, ch. erkl. der Schol. [[καθαρός]], der den Göttern durch einen Eid verpflichtet ist, also im Falle des Eidbruchs deren Fluch auf sich ladet; so Aesch. Suppl. 116 θεοῖς ἐναγέα τέλη. – Adv., Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui est sous le coup d'une malédiction <i>ou</i> d'une vengeance ; <i>abs.</i> maudit;<br /><b>2</b> voué <i>ou</i> consacré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἅγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾰγής''': -ές, ἐν ἄγει ὤν, ὑπὸ κατάραν, [[ἔνοχος]] ἀνοσιουργήματος, μεμιασμένος ἐκ φόνου γενομένου ἐντὸς ναοῦ ἢ ἀλλαχοῦ, κατηραμένος, ἀφωρισμένος, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], Λατ. piacularis, περὶ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν, Ἡρόδ. 1. 61., 5. 70 κἑξ.· ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Θουκ. 1. 126· [[οὕτως]], ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰσχίν. 69. 13. ΙΙ. ἐν Σοφ. Οἰδ. Τ. 656, τὸν ἐναγῆ φίλον, τὸν δεδεσμευμένον δι’ ἀρᾶς [[ἐναντίον]] [[ἑαυτοῦ]] (ἐν περιπτώσει προδοσίας), Λατ. sacer ([[ἔνθα]] ὁ Musgr. προὔτεινε τὴν γραφ. ἀναγῆ = καθαρόν, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ταύτην δὲ τὴν ἔννοιαν θέλει νὰ δώσῃ καὶ ὁ Σχολ. εἰς τὴν λέξιν, λέγων: «τὸν ἐναγῆ, τὸν σοὶ νομιζόμενον ἐναγῆ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb ἐν τόπῳ). | |lstext='''ἐνᾰγής''': -ές, ἐν ἄγει ὤν, ὑπὸ κατάραν, [[ἔνοχος]] ἀνοσιουργήματος, μεμιασμένος ἐκ φόνου γενομένου ἐντὸς ναοῦ ἢ ἀλλαχοῦ, κατηραμένος, ἀφωρισμένος, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], Λατ. piacularis, περὶ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν, Ἡρόδ. 1. 61., 5. 70 κἑξ.· ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Θουκ. 1. 126· [[οὕτως]], ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰσχίν. 69. 13. ΙΙ. ἐν Σοφ. Οἰδ. Τ. 656, τὸν ἐναγῆ φίλον, τὸν δεδεσμευμένον δι’ ἀρᾶς [[ἐναντίον]] [[ἑαυτοῦ]] (ἐν περιπτώσει προδοσίας), Λατ. sacer ([[ἔνθα]] ὁ Musgr. προὔτεινε τὴν γραφ. ἀναγῆ = καθαρόν, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ταύτην δὲ τὴν ἔννοιαν θέλει νὰ δώσῃ καὶ ὁ Σχολ. εἰς τὴν λέξιν, λέγων: «τὸν ἐναγῆ, τὸν σοὶ νομιζόμενον ἐναγῆ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb ἐν τόπῳ). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |