Anonymous

ἐνσκίμπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] ep. [[ἐνισκίμπτω]], fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber [[αἴθων]] δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]], wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., [[δόρυ]] οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] ep. [[ἐνισκίμπτω]], fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Kopfe starr gegen die Erde kehrend, Il. 17, 437; aber [[αἴθων]] δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] = ἐνέσκηψε, Pind. P. 3, 58, wie Ap. Rh. 3, 153 εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]], wenn du sie getroffen; übertr., ὁππότ' ἀνίας πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες 3, 765. – Pass., [[δόρυ]] οὔδει ἔνεσκίμφθη, blieb im Boden stecken, Il. 16, 612. 17, 528.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνισκίμπτω]];<br /><i>ao.</i> ἐνέσκιμψα, <i>ao. Pass. 3ᵉ sg. poét.</i> ἐνισκίμφθη;<br />appuyer sur : [[τί]] τινι une chose sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], σκίμπτω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσκίμπτω''': καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνσκήπτω]], χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· [[ἐμβάλλω]], εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]] Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, [[δόρυ]] οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. [[ἐξακοντίζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
|lstext='''ἐνσκίμπτω''': καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνσκήπτω]], χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· [[ἐμβάλλω]], εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]] Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, [[δόρυ]] οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. [[ἐξακοντίζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνισκίμπτω]];<br /><i>ao.</i> ἐνέσκιμψα, <i>ao. Pass. 3ᵉ sg. poét.</i> ἐνισκίμφθη;<br />appuyer sur : [[τί]] τινι une chose sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], σκίμπτω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth