Anonymous

ἐναίσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] Schicksal verkündend, vorbedeutend; ὄρνιθες Od. 2, 181; σήματα, vom Blitz, Il. 2, 355; vom Seher, ἐναίσιμα μυθήσασθαι, das Schicksal eröffnende Worte, Od. 2, 159; ὄρνιθος [[ὄσσα]] Ap. Rh. 1, 1087; adverbialisch, ἐναίσιμον [[ἦλθον]] Il. 6, 519, zur rechten Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 438, dem Schicksale entsprechend, schicklich. Von Menschen, billig, gerecht, Od. 10, 383; Ggstz [[ἀθέμιστος]], 17, 363; [[νόος]], φρένες, 5, 190 Il. 24, 40; ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od. 7, 299; ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι 17, 321; [[βίος]] Aesch. Ag. 751; ἐναίσιμα δῶρα, gebührende, Il. 24, 425; [[γῆρας]] ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, ehrwürdig, Opp. H. 1, 683. – Adv., ἐναισίμως αἰνεῖν, geziemend, Aesch. Ag. 890; φέρειν Eur. Alc. 1077.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0825.png Seite 825]] Schicksal verkündend, vorbedeutend; ὄρνιθες Od. 2, 181; σήματα, vom Blitz, Il. 2, 355; vom Seher, ἐναίσιμα μυθήσασθαι, das Schicksal eröffnende Worte, Od. 2, 159; ὄρνιθος [[ὄσσα]] Ap. Rh. 1, 1087; adverbialisch, ἐναίσιμον [[ἦλθον]] Il. 6, 519, zur rechten Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 438, dem Schicksale entsprechend, schicklich. Von Menschen, billig, gerecht, Od. 10, 383; Ggstz [[ἀθέμιστος]], 17, 363; [[νόος]], φρένες, 5, 190 Il. 24, 40; ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od. 7, 299; ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι 17, 321; [[βίος]] Aesch. Ag. 751; ἐναίσιμα δῶρα, gebührende, Il. 24, 425; [[γῆρας]] ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, ehrwürdig, Opp. H. 1, 683. – Adv., ἐναισίμως αἰνεῖν, geziemend, Aesch. Ag. 890; φέρειν Eur. Alc. 1077.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui annonce l'avenir;<br /><b>2</b> de bon augure ; favorable, opportun ; <i>adv.</i> • ἐναίσιμον IL à propos;<br /><b>3</b> convenable, juste, honnête ; <i>en gén.</i> convenable, approprié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αἶσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναίσιμος''': -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· [[οὐδέ]] τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· [[καθόλου]], [[αἴσιος]], [[εὐνοϊκός]], [[εὐμενής]], προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δίκαιος]], τὶς γάρ κεν [[ἀνήρ]], ὃς [[ἐναίσιμος]] εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ [[νόος]] ἐστὶν [[ἐναίσιμος]] Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· [[γῆρας]] γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων, [[πρέπων]], ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.
|lstext='''ἐναίσιμος''': -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· [[οὐδέ]] τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· [[καθόλου]], [[αἴσιος]], [[εὐνοϊκός]], [[εὐμενής]], προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δίκαιος]], τὶς γάρ κεν [[ἀνήρ]], ὃς [[ἐναίσιμος]] εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ [[νόος]] ἐστὶν [[ἐναίσιμος]] Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· [[γῆρας]] γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων, [[πρέπων]], ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui annonce l'avenir;<br /><b>2</b> de bon augure ; favorable, opportun ; <i>adv.</i> • ἐναίσιμον IL à propos;<br /><b>3</b> convenable, juste, honnête ; <i>en gén.</i> convenable, approprié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αἶσα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth