ἐνυβρίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] Einem übermüthig, schmählich begegnen, ihn mißhandeln, τινά τινι, womit, Soph. Phil. 342; absolut, Ar. Ih. 719; ἐν τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Eur. El. 68; τινί, Pol. 10, 26, 3 u. öfter, u. a. Sp.; εἴς τινα, Ach. Tat. 6, 12; ὕβριν πᾶσαν, alle Schmach anthun, Hdn. 1, 13, 11. – Pass., gemißhandelt werden, Ath.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0860.png Seite 860]] Einem übermüthig, schmählich begegnen, ihn mißhandeln, τινά τινι, womit, Soph. Phil. 342; absolut, Ar. Ih. 719; ἐν τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Eur. El. 68; τινί, Pol. 10, 26, 3 u. öfter, u. a. Sp.; εἴς τινα, Ach. Tat. 6, 12; ὕβριν πᾶσαν, alle Schmach anthun, Hdn. 1, 13, 11. – Pass., gemißhandelt werden, Ath.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> outrager, insulter dans : τινα [[ἐν]] κακοῖς EUR qqn dans le malheur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> outrager, insulter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακολογῶ, [[ἐμπαίζω]], ἀνιῶ τινα ἔν τινι, τὸ σὸν φράσον... ὅτῳ σ’ ἐνύβρισαν Σοφ. Φιλ. 342· τινὰ ἐν κακοῖς Εὐρ. Ἠλ. 68· μή μου ἐνυβρίσῃς ἁγνὸν τάφον, ὦ παροδῖτα Ἀνθ. Παλ. (παράρτ.) 235. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[προσβάλλω]] ὑβριστικῶς, ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε Πολύβ. 10. 26, 3· [[πράττω]] ὑβριστικὴν πρᾶξιν εἴς τινα, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας οὐδ’ ἔστιν εἰπεῖν ὅσα ἐνύβριζόν τε καὶ ἐνησέλγαινον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 57. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 719.
|lstext='''ἐνυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακολογῶ, [[ἐμπαίζω]], ἀνιῶ τινα ἔν τινι, τὸ σὸν φράσον... ὅτῳ σ’ ἐνύβρισαν Σοφ. Φιλ. 342· τινὰ ἐν κακοῖς Εὐρ. Ἠλ. 68· μή μου ἐνυβρίσῃς ἁγνὸν τάφον, ὦ παροδῖτα Ἀνθ. Παλ. (παράρτ.) 235. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[προσβάλλω]] ὑβριστικῶς, ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε Πολύβ. 10. 26, 3· [[πράττω]] ὑβριστικὴν πρᾶξιν εἴς τινα, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας οὐδ’ ἔστιν εἰπεῖν ὅσα ἐνύβριζόν τε καὶ ἐνησέλγαινον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 57. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 719.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> outrager, insulter dans : τινα [[ἐν]] κακοῖς EUR qqn dans le malheur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> outrager, insulter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR