Anonymous

ἐξέτασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3, $4:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ [[τοίνυν]] ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; [[ἐξέτασις]] ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; [[πρός]] τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ [[τοίνυν]] ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; [[ἐξέτασις]] ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; [[πρός]] τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> recherche, examen;<br /><b>2</b> recensement, revue militaire ; <i>à Rome</i> [[ἐξέτασις]] βίων PLUT censure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξέτᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, [[ἔρευνα]], [[ἐξέτασις]], Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· [[οὕτως]], ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται [[πρός]] τι, [[σύγκρισις]] γίνεται [[πρός]] τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, [[τιμητεία]], Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται [[αὐτόθι]] 5. 3, 3.
|lstext='''ἐξέτᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, [[ἔρευνα]], [[ἐξέτασις]], Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· [[οὕτως]], ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται [[πρός]] τι, [[σύγκρισις]] γίνεται [[πρός]] τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, [[τιμητεία]], Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται [[αὐτόθι]] 5. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> recherche, examen;<br /><b>2</b> recensement, revue militaire ; <i>à Rome</i> [[ἐξέτασις]] βίων PLUT censure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm