Anonymous

ἐξακριβόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] genau, sorgfältig machen, ausarbeiten; Arist. Eth. 9, 5; τοὺς ὑπὲρ τούτων λόγους Pol. 3, 31; δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον, mit Bestimmtheit aussprechen, was man sicher weiß, Soph. Tr. 426; τοὺς χρόνους, genau angeben, Plut. Num. 1; ἐξακριβοῦν [[ὑπέρ]] τινος, Arist. Eth. Nic. 1, 4 u. öfter, wie [[περί]] τινος, Pol. 2, 56; genau ausforschen, untersuchen, Plut. – Im med., LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] genau, sorgfältig machen, ausarbeiten; Arist. Eth. 9, 5; τοὺς ὑπὲρ τούτων λόγους Pol. 3, 31; δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον, mit Bestimmtheit aussprechen, was man sicher weiß, Soph. Tr. 426; τοὺς χρόνους, genau angeben, Plut. Num. 1; ἐξακριβοῦν [[ὑπέρ]] τινος, Arist. Eth. Nic. 1, 4 u. öfter, wie [[περί]] τινος, Pol. 2, 56; genau ausforschen, untersuchen, Plut. – Im med., LXX.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξηκρίβωσα;<br />faire, dire, indiquer avec soin <i>ou</i> exactitude : [[τι]] qch ; λόγον SOPH rendre un compte exact de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀκριβόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξακρῑβόω''': [[λέγω]] τι ἀκριβῶς, ἀποδεικνύω τι μετ’ ἀκριβείας, ταὐτὸ δ’ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον Σοφ. Τρ. 426· [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], ποιῶ ἀκριβῆ μελέτην πράγματός τινος, τὸ γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἐξακριβοῦν ἐργωδέστερον [[ἴσως]] ἐστὶ τῶν προκειμένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 8, πρβλ. 12, 7· ἕκαστα... ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ’ ἡδονῆς ἐνεργοῦντες, μετ’ ἀκριβείας καὶ τελειότητος ποιοῦσιν, [[αὐτόθι]] 10. 5, 2. ― Μέσ., [[περιγράφω]] λεπτομερῶς, σὺ δ’, ὡς ἔοικεν, οὐκ ἀρκεσθήσῃ τούτῳ, εἰ μή σοι καὶ τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐξακριβώσομαι τῷ λόγῳ Φιλόστρ. Νεώτ. 880. ― Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁμιλῶ μετ’ ἀκριβείας, [[περί]] τινος, ἐξακριβοῦν γὰρ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν ἄλλης ἂν εἴη φιλοσοφίας οἰκειότερον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 13· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 26, 4· [[συμβαίνω]] ἀκριβῶς καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, οὐ μὴν ἐξακριβοῦσί γε (αἱ καθάρσεις) πάσαις ὁμοίως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 4.
|lstext='''ἐξακρῑβόω''': [[λέγω]] τι ἀκριβῶς, ἀποδεικνύω τι μετ’ ἀκριβείας, ταὐτὸ δ’ οὐχὶ γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον Σοφ. Τρ. 426· [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], ποιῶ ἀκριβῆ μελέτην πράγματός τινος, τὸ γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἐξακριβοῦν ἐργωδέστερον [[ἴσως]] ἐστὶ τῶν προκειμένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 8, πρβλ. 12, 7· ἕκαστα... ἐξακριβοῦσιν οἱ μεθ’ ἡδονῆς ἐνεργοῦντες, μετ’ ἀκριβείας καὶ τελειότητος ποιοῦσιν, [[αὐτόθι]] 10. 5, 2. ― Μέσ., [[περιγράφω]] λεπτομερῶς, σὺ δ’, ὡς ἔοικεν, οὐκ ἀρκεσθήσῃ τούτῳ, εἰ μή σοι καὶ τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐξακριβώσομαι τῷ λόγῳ Φιλόστρ. Νεώτ. 880. ― Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁμιλῶ μετ’ ἀκριβείας, [[περί]] τινος, ἐξακριβοῦν γὰρ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν ἄλλης ἂν εἴη φιλοσοφίας οἰκειότερον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 13· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 26, 4· [[συμβαίνω]] ἀκριβῶς καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, οὐ μὴν ἐξακριβοῦσί γε (αἱ καθάρσεις) πάσαις ὁμοίως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξηκρίβωσα;<br />faire, dire, indiquer avec soin <i>ou</i> exactitude : [[τι]] qch ; λόγον SOPH rendre un compte exact de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀκριβόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm