Anonymous

ἐπέτειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] ion. [[ἐπέτεος]], auch 3 Endgn, ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν Aesch. Ag. 988, θυσίῃσι ἐπετείῃσι Her. 6, 105; [[jährlich]], [[καρπός]] Plat. Rep. V, 470 b, wie [[ἐπικαρπία]] Legg. XII, 955 d; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte, Inscr. 158, wie ἐπ. [[φόρος]] Her. 5, 49; – ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend, τὰ τῆς [[βουλῆς]] ψηφίσματα ἐπέτεια εἶναι Dem. 23, 92, wie ἐγγύαι ἐπέτειοι 33, 27; τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς ἐπέτειά ἐστι Pol. 6, 46. – Übertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch, Ar. Equ. 518.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] ion. [[ἐπέτεος]], auch 3 Endgn, ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν Aesch. Ag. 988, θυσίῃσι ἐπετείῃσι Her. 6, 105; [[jährlich]], [[καρπός]] Plat. Rep. V, 470 b, wie [[ἐπικαρπία]] Legg. XII, 955 d; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte, Inscr. 158, wie ἐπ. [[φόρος]] Her. 5, 49; – ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend, τὰ τῆς [[βουλῆς]] ψηφίσματα ἐπέτεια εἶναι Dem. 23, 92, wie ἐγγύαι ἐπέτειοι 33, 27; τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς ἐπέτειά ἐστι Pol. 6, 46. – Übertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch, Ar. Equ. 518.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />annuel :<br /><b>1</b> qui revient chaque année : θυσίαι ἐπέτειοι HDT sacrifices annuels ; [[ἐπέτειος]] [[καρπός]] HDT récolte annuelle ; [[ἐπέτειος]] [[φόρος]] HDT revenu annuel;<br /><b>2</b> qui se produit au cours d’une année : τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἐπέτειον HDT la quantité d’eau que le soleil pompe chaque année;<br /><b>3</b> qui change tous les ans, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέτειος''': Δωρ. γεν. πληθ. ἐπετειᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016, Ἰων. δοτ. ἐπετείῃσι Ἡρόδ. 6. 105 (διάφ. γραφ. -είοισι), ἀλλὰ [[ἐπέτειος]] ὡς θηλ. παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 92., 3. 89, Πλάτ. Νόμ. 955D, Ἀριστ., κλπ., καὶ ἐν τῷ τύπῳ [[ἐπέτεος]], Ἡρόδ. 3. 89:- κατ’ [[ἔτος]] γινόμενος, θυσίαι ὁ αὐτ. 6. 105· ὁ ἐπ. [[καρπὸς]] ὁ αὐτ. 8. 108· ὁ ἐπ. [[φόρος]], τὸ κατ’ [[ἔτος]] ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 3. 89· [[ὡσαύτως]] ἐπέτεια, τά, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 138-154:- ἐπέτειοι νόσοι, κατ’ [[ἔτος]] ἐπανερχόμεναι, Πλάτ. Νόμ. 405C:- μεταφ., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, εὐμετάβολοι ὡς αἱ ὧραι τοῦ ἔτους ἢ κατ’ ἄλλους ὡς τὰ διαβατικὰ πτηνά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 518. 2) ἐπὶ ἓν [[ἔτος]] διαρκῶν, [[ἐτήσιος]], βύβλον τὴν ἐπ. γενομένην Ἡρόδ. 2. 92· τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἐπ., ὃ ὁ [[ἥλιος]] καθ’ ἕκαστον [[ἔτος]] ἀπορροφεῖ, ὁ αὐτ. 2. 25· ἐπέτεια γὰρ τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 4. 1· φυτὰ ἐπ. [[αὐτόθι]]· αἱ ἐπ. μέλιτται ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 42· ἐπ. ψηφίσματα Δημ. 651. 16· τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς Πολύβ. 6. 46, 4.
|lstext='''ἐπέτειος''': Δωρ. γεν. πληθ. ἐπετειᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016, Ἰων. δοτ. ἐπετείῃσι Ἡρόδ. 6. 105 (διάφ. γραφ. -είοισι), ἀλλὰ [[ἐπέτειος]] ὡς θηλ. παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 92., 3. 89, Πλάτ. Νόμ. 955D, Ἀριστ., κλπ., καὶ ἐν τῷ τύπῳ [[ἐπέτεος]], Ἡρόδ. 3. 89:- κατ’ [[ἔτος]] γινόμενος, θυσίαι ὁ αὐτ. 6. 105· ὁ ἐπ. [[καρπὸς]] ὁ αὐτ. 8. 108· ὁ ἐπ. [[φόρος]], τὸ κατ’ [[ἔτος]] ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 3. 89· [[ὡσαύτως]] ἐπέτεια, τά, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 138-154:- ἐπέτειοι νόσοι, κατ’ [[ἔτος]] ἐπανερχόμεναι, Πλάτ. Νόμ. 405C:- μεταφ., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, εὐμετάβολοι ὡς αἱ ὧραι τοῦ ἔτους ἢ κατ’ ἄλλους ὡς τὰ διαβατικὰ πτηνά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 518. 2) ἐπὶ ἓν [[ἔτος]] διαρκῶν, [[ἐτήσιος]], βύβλον τὴν ἐπ. γενομένην Ἡρόδ. 2. 92· τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἐπ., ὃ ὁ [[ἥλιος]] καθ’ ἕκαστον [[ἔτος]] ἀπορροφεῖ, ὁ αὐτ. 2. 25· ἐπέτεια γὰρ τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 4. 1· φυτὰ ἐπ. [[αὐτόθι]]· αἱ ἐπ. μέλιτται ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 42· ἐπ. ψηφίσματα Δημ. 651. 16· τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς Πολύβ. 6. 46, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />annuel :<br /><b>1</b> qui revient chaque année : θυσίαι ἐπέτειοι HDT sacrifices annuels ; [[ἐπέτειος]] [[καρπός]] HDT récolte annuelle ; [[ἐπέτειος]] [[φόρος]] HDT revenu annuel;<br /><b>2</b> qui se produit au cours d’une année : τὸ [[ὕδωρ]] τὸ ἐπέτειον HDT la quantité d’eau que le soleil pompe chaque année;<br /><b>3</b> qui change tous les ans, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater