Anonymous

ἐξυπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] sich zurückbeugen; κέρατα ἐξυπτιάζοντα Arist. H. A. 2, 1; πρὸς τὸ. [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες, gegen das Ziehen sich stemmen u. zurücklegen, Luc. Hercul. 3; ἑαυτόν, sich in die Brust werfen, Catapl. 16; εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη im Ggstz von ἐπινευομένη Sext. Emp. Pyrrh. 1, 120; ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν, im Ggstz von ἐπὶ [[πρόσωπον]] φέρεσθαι Arist. Ath. I, 44 b. – Dunkel ist Aesch. Spt. 559 ἐξυπτιάζων [[ὄνομα]] Πολυνείκους βίαν, vielleicht [[ὄμμα]], das Auge zurückwendend zu Polynices' Kraft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] sich zurückbeugen; κέρατα ἐξυπτιάζοντα Arist. H. A. 2, 1; πρὸς τὸ. [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες, gegen das Ziehen sich stemmen u. zurücklegen, Luc. Hercul. 3; ἑαυτόν, sich in die Brust werfen, Catapl. 16; εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη im Ggstz von ἐπινευομένη Sext. Emp. Pyrrh. 1, 120; ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν, im Ggstz von ἐπὶ [[πρόσωπον]] φέρεσθαι Arist. Ath. I, 44 b. – Dunkel ist Aesch. Spt. 559 ἐξυπτιάζων [[ὄνομα]] Πολυνείκους βίαν, vielleicht [[ὄμμα]], das Auge zurückwendend zu Polynices' Kraft.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> renverser en arrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se renverser <i>ou</i> être renversé en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑπτιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυπτιάζω''': [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς [[μόρον]] ἐξυπτιάζων [[ὄμμα]], ἀνυψῶν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[βλέμμα]] διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] [[ὀπίσω]] ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, [[περίβλεπτος]] ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι [[μᾶλλον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22.
|lstext='''ἐξυπτιάζω''': [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς [[μόρον]] ἐξυπτιάζων [[ὄμμα]], ἀνυψῶν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[βλέμμα]] διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] [[ὀπίσω]] ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, [[περίβλεπτος]] ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι [[μᾶλλον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> renverser en arrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se renverser <i>ou</i> être renversé en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑπτιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml