Anonymous

ἐκκλείω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] ion. ἐκκληίω, altatt. [[ἐκκλῄω]] (s. [[κλείω]]), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] ion. ἐκκληίω, altatt. [[ἐκκλῄω]] (s. [[κλείω]]), ausschließen, nicht einlassen; Eur. Herc. Fur. 330; τινὰ τῆς πόλεως Pol. 25, 1, 10; τῆς μετοχῆς ἐξεκλήϊσαν Her. 1, 144; τῆς συμμαχίας ἐκκλείων αὐτόν Aesch. 2, 85; verhindern, εἰρήνην Aesch. 2, 110; τὴν κατηγορίαν Pol. 17, 8; ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Dem. 19, 26; ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, durch die Zeit gedrängt, Her. 1, 31; ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν, durch die Umstände gehindert, D. Sic. 18, 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> exclure, interdire l'entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;<br /><b>2</b> empêcher, interdire : [[τι]] qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλείω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκλείω''': Ἰων. [[ἐκκληΐω]], Ἀττ. [[ἐκκλῄω]]: μέλλ. Ἀττ. -[[κλῄσω]] Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον [[ἄλλοσε]] στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., [[ἀποκλείω]], [[ἤτοι]] δὲν [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἔχῃ [[μέρος]] ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι [[ἕνεκα]] ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.
|lstext='''ἐκκλείω''': Ἰων. [[ἐκκληΐω]], Ἀττ. [[ἐκκλῄω]]: μέλλ. Ἀττ. -[[κλῄσω]] Εὐρ. Ὀρ. 1127, Δωρ. -κλάξω Ἑλλ. Κωμ. Meineke 4 σ. 676. Κλείω, μετὰ γεν. ἐκκλῄσομεν ἄλλον [[ἄλλοσε]] στέγης Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., κλείομαι ἔξω, νῦν γὰρ ἐκκεκλῄμεθα, εἴμεθα κεκλεισμένοι ἔξω, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 330. 2) μεταφ., [[ἀποκλείω]], [[ἤτοι]] δὲν [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἔχῃ [[μέρος]] ἔν τινι πράγματι, τῆς μετοχῆς Ἡρόδ. 1. 144· τῆς συμμαχίας, τῶν ὅρκων Αἰσχίν. 39. 23., 64. 19· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐξέκλειον λόγου τυγχάνειν τοὺς ἄλλους Δημ. 349. 5. 3) [[ἐμποδίζω]], [[κωλύω]], τὴν κατηγορίαν Πολύβ. 17. 8, 2· τὴν θήραν Διόδ. 3. 16: ― Παθ., ἐκκληϊόμενοι τῇ ὥρῃ, ἐμποδιζόμενοι, κωλυόμενοι [[ἕνεκα]] ἐλλείψεως χρόνου, Ἡρόδ. 1. 31· ἐκκλεισθεὶς ὑπὸ τῶν καιρῶν Διόδ. 18. 3· μετ’ ἀπαρ., ἐκκ. ποιεῖν τι ὁ αὐτ. 4. 32.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> exclure, interdire l'entrée : τινά τινος exclure qqn de qch;<br /><b>2</b> empêcher, interdire : [[τι]] qch ; ἐκκληΐεσθαί τινι être empêché par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κλείω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR