Anonymous

ἐξυγραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0889.png Seite 889]] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.
}}
{{bailly
|btext=dissoudre, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑγραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.
|lstext='''ἐξυγραίνω''': καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ [[ψῦχος]], [[εἴσω]] συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι [[κάθυγρος]], [[γίνομαι]] ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, [[μάλιστα]] ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ [[σῶμα]] παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, [[αὐτόθι]] 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι [[ἔγχυλος]], ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ [[συκάμινον]]) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., [[προσέτι]], στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.
}}
{{bailly
|btext=dissoudre, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑγραίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml