Anonymous

ἐπαίρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0895.png Seite 895]] (vgl. [[ἐπαείρω]]), 1) erheben, emporheben, -richten; [[κρᾶτα]] Eur. Suppl. 301; ἐμέ, θύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί [[πέρα]] τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie [[ἱστία]], aufziehen, Ggstz [[ὑφίημι]], Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), [[τίς]] σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας [[ἔργον]] ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ θερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρθέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήθει Plat. Rep. IV, 434 a; [[οὔτε]] τιμῇ ἐπαρθεὶς [[οὔτε]] χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισθοῦ Thuc. 7, 13; μισθῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρθην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσθαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; [[πρός]] τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασθε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα θεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0895.png Seite 895]] (vgl. [[ἐπαείρω]]), 1) erheben, emporheben, -richten; [[κρᾶτα]] Eur. Suppl. 301; ἐμέ, θύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί [[πέρα]] τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie [[ἱστία]], aufziehen, Ggstz [[ὑφίημι]], Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), [[τίς]] σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας [[ἔργον]] ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ θερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρθέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήθει Plat. Rep. IV, 434 a; [[οὔτε]] τιμῇ ἐπαρθεὶς [[οὔτε]] χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισθοῦ Thuc. 7, 13; μισθῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρθην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσθαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; [[πρός]] τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασθε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα θεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét.</i> [[ἐπαείρω]];<br /><i>f.</i> ἐπαρῶ, <i>ao.</i> [[ἐπῆρα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> élever :<br /><b>1</b> lever, élever, relever : τινα ἁμαξάων IL enlever (des cadavres) et les placer sur un chariot ; [[ἱστία]] PLUT hisser les voiles ; soulever, tenir en l'air (dans un geste d'offrande);<br /><b>2</b> relever, redresser : κεφαλήν IL lever la tête ; <i>p. anal.</i> φωνήν DÉM élever la voix ; <i>fig.</i> τὸν πατρῷον οἶκον XÉN accroître la fortune <i>ou</i> l'influence de la maison paternelle;<br /><b>3</b> exciter : τινα qqn ; <i>Pass.</i> être excité ; <i>particul.</i> exciter l'orgueil, la passion, monter la tête, exalter;<br /><b>II.</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) se lever;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαίρομαι lever pour soi <i>ou</i> qch à soi ; τὴν βακτηρίαν PLUT lever son bâton (pour frapper) ; λόγχην τινί EUR lever sa lance contre qqn ; <i>fig.</i> [[τῇ]] πόλει ἐπ. λόγους DÉM lancer des propos (hardis) contre la cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἴρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαίρω''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἐπαείρω]] Ἡρόδ. 1. 204, καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: μέλλ. ἐπᾰρῶ: - ἀόρ. ἐπῆρα Ἡρόδ. 1. 87, Ἀττ.: - Παθ.: ἀόρ. ἐπήρθην, μετοχ. ἐπαρθείς. Σηκώνω τι καὶ τοποθετῶ αὐτὸ [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἁμαξάων ἐπάειραν, «ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ἄραντες ἐπέθηκαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 426· ὀβελοὺς [[ἐφύπερθε]] τάνυσσε κρατευτάων ἐπαείρας, ἄρας καὶ ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν «βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» (Σχόλ.), Ι. 214. 2) [[ἐγείρω]] ὑψώνω, κεφαλὴν ἐπαείρας Κ. 80· καί μ’ ἔπαιρε Σοφ. Φιλ. 889· ἐπαίρων βλέφαρα ὁ αὐτὸς Ο. Τ. 1276· ἐπάειρε δέρην (λυρ.), Εὐρ. Τρῳ. 100· ἔπαιρε σαυτὸν Ἀριστοφ. Σφ. 996· [[ὥσπερ]] [[κοχλίας]] σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδι» 1· ἐπάρας τὴν φωνὴν Δημ. 323.1· ἐπ. ἱστία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑφίεσθαι, Πλουτ. Λούκ. 3: - Μέσ., ἶσον [[ἐπεὶ]] κείνοις με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ, μὲ ἐσήκωσες καὶ μὲ ἔβαλες εἰς τὸν μαστόν σου, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 734· λόγχην, ὅπλα ἐπαίρεσθαι Εὐρ. Ι. Τ. 1484, Βάκχ. 789· ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 7· μεταφ., τί... στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; Σοφ. Ο. Τ. 635· πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει ἐπαιρόμενος λόγους Δημ. 302. 13. 3) ἐξυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἐπαείρειν τινὰ Πίνδ. Ο. 9. 31· ἐπαίρειν τὸν πατρῷον οἶκον Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 2. 4) ἀμεταβ., [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν ἢ τὸ [[σκέλος]], ἐπάρας ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Ἀριστοφ. Λυσ. 937. II. [[διεγείρω]], παρακινῶ, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν Ἡρόδ. 1. 204· τίς σ’ ἐπῆρε δαιμόνων; Σοφ. Ο. Τ. 1328· [[πέρα]] τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπ. Δημ. 208. 6· ἐπ. θυμόν τινι Εὐρ. Ι. Α. 125· εἴ τι τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει ὁ αὐτὸς ἐν Ἠρακλ. 172· [[διεγείρω]] ἢ [[ἐξάπτω]] δι’ ἐλπίδων τὴν διάνοιάν τινος [[ὅπως]] πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., εἰρωτᾶν εἰ [[οὔτι]] αἰσχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 90· ἥτις με γῆμ’ ἐπῆρε, «ἀνέπεισε, παρεκίνησε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 42, πρβλ. Βατρ. 1041· ἐπ. τινὰ [[ὥστε]]... Εὐρ. Ἱκ. 581· [[ὅστις]] μ’ ἐπάρας [[ἔργον]] (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτὸς ἐν Ὀρ. 286: - Παθ., ἐπαρθεὶς τῷ μαντηΐῳ Ἡρόδ. 1. 90, πρβλ. 5. 91· τοῖς δωρήμασι 7. 38· πλούτῳ, τιμῇ Πλάτ. Πολ. 434Α, 608B· ὑπὸ λόγων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1448· τοῖς λόγοις Θουκ. 4. 121· δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι ὁ αὐτὸς 2. 37· ὑπὸ μισθοῦ ὁ αὐτὸς 7 13· ἐπ. ἐς τὸ νεωτερίζειν ὁ αὐτὸς 4.108· καὶ ἀπαρ., ἐπήρθην γράψαι Ἰσοκρ. 84C, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 232 Α. 2) ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], ἐπαίρομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Ἡρόδ. 5. 81· ψυχρῇ νίκῃ 9. 49, πρβλ. 1. 212., 4. 130· ἔν τινι Θουκ. 4. 18· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25· [[πρός]] τι Θουκ. 6. 11., 8. 2· ἔκ τινος Πολύβ. 1. 29, 4· [[ὡσαύτως]], Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται, «τῇ ἡμετέρᾳ ὁρμῇ μετέωρός ἐστι» (Σχόλ.), ἢ κατὰ τὸν Δούκαν «ἀποβλέπει σύμπασα ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ταύτην ἐκστρατείαν», ἀναμένει [[ἀνήσυχος]] τὸ [[ἀποτέλεσμα]], Θουκ. 2. 11· ἀπολ., ἐπαίρομαι, [[ἀλαζονεύομαι]], ὡς καὶ νῦν, ἀνδρός... φανερῶς ἐπηρμένου Ἀριστοφ. Νεφ. 810· παραφέρομαι, Πλουτ. Κικ. 25, κτλ.
|lstext='''ἐπαίρω''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἐπαείρω]] Ἡρόδ. 1. 204, καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: μέλλ. ἐπᾰρῶ: - ἀόρ. ἐπῆρα Ἡρόδ. 1. 87, Ἀττ.: - Παθ.: ἀόρ. ἐπήρθην, μετοχ. ἐπαρθείς. Σηκώνω τι καὶ τοποθετῶ αὐτὸ [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἁμαξάων ἐπάειραν, «ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ἄραντες ἐπέθηκαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 426· ὀβελοὺς [[ἐφύπερθε]] τάνυσσε κρατευτάων ἐπαείρας, ἄρας καὶ ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν «βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν [[κρεῶν]]» (Σχόλ.), Ι. 214. 2) [[ἐγείρω]] ὑψώνω, κεφαλὴν ἐπαείρας Κ. 80· καί μ’ ἔπαιρε Σοφ. Φιλ. 889· ἐπαίρων βλέφαρα ὁ αὐτὸς Ο. Τ. 1276· ἐπάειρε δέρην (λυρ.), Εὐρ. Τρῳ. 100· ἔπαιρε σαυτὸν Ἀριστοφ. Σφ. 996· [[ὥσπερ]] [[κοχλίας]] σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδι» 1· ἐπάρας τὴν φωνὴν Δημ. 323.1· ἐπ. ἱστία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑφίεσθαι, Πλουτ. Λούκ. 3: - Μέσ., ἶσον [[ἐπεὶ]] κείνοις με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ, μὲ ἐσήκωσες καὶ μὲ ἔβαλες εἰς τὸν μαστόν σου, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 734· λόγχην, ὅπλα ἐπαίρεσθαι Εὐρ. Ι. Τ. 1484, Βάκχ. 789· ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 7· μεταφ., τί... στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; Σοφ. Ο. Τ. 635· πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει ἐπαιρόμενος λόγους Δημ. 302. 13. 3) ἐξυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἐπαείρειν τινὰ Πίνδ. Ο. 9. 31· ἐπαίρειν τὸν πατρῷον οἶκον Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 2. 4) ἀμεταβ., [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν ἢ τὸ [[σκέλος]], ἐπάρας ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Ἀριστοφ. Λυσ. 937. II. [[διεγείρω]], παρακινῶ, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν Ἡρόδ. 1. 204· τίς σ’ ἐπῆρε δαιμόνων; Σοφ. Ο. Τ. 1328· [[πέρα]] τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπ. Δημ. 208. 6· ἐπ. θυμόν τινι Εὐρ. Ι. Α. 125· εἴ τι τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει ὁ αὐτὸς ἐν Ἠρακλ. 172· [[διεγείρω]] ἢ [[ἐξάπτω]] δι’ ἐλπίδων τὴν διάνοιάν τινος [[ὅπως]] πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., εἰρωτᾶν εἰ [[οὔτι]] αἰσχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 90· ἥτις με γῆμ’ ἐπῆρε, «ἀνέπεισε, παρεκίνησε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 42, πρβλ. Βατρ. 1041· ἐπ. τινὰ [[ὥστε]]... Εὐρ. Ἱκ. 581· [[ὅστις]] μ’ ἐπάρας [[ἔργον]] (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτὸς ἐν Ὀρ. 286: - Παθ., ἐπαρθεὶς τῷ μαντηΐῳ Ἡρόδ. 1. 90, πρβλ. 5. 91· τοῖς δωρήμασι 7. 38· πλούτῳ, τιμῇ Πλάτ. Πολ. 434Α, 608B· ὑπὸ λόγων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1448· τοῖς λόγοις Θουκ. 4. 121· δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι ὁ αὐτὸς 2. 37· ὑπὸ μισθοῦ ὁ αὐτὸς 7 13· ἐπ. ἐς τὸ νεωτερίζειν ὁ αὐτὸς 4.108· καὶ ἀπαρ., ἐπήρθην γράψαι Ἰσοκρ. 84C, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 232 Α. 2) ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], ἐπαίρομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἐπί τινι, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Ἡρόδ. 5. 81· ψυχρῇ νίκῃ 9. 49, πρβλ. 1. 212., 4. 130· ἔν τινι Θουκ. 4. 18· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25· [[πρός]] τι Θουκ. 6. 11., 8. 2· ἔκ τινος Πολύβ. 1. 29, 4· [[ὡσαύτως]], Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται, «τῇ ἡμετέρᾳ ὁρμῇ μετέωρός ἐστι» (Σχόλ.), ἢ κατὰ τὸν Δούκαν «ἀποβλέπει σύμπασα ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ταύτην ἐκστρατείαν», ἀναμένει [[ἀνήσυχος]] τὸ [[ἀποτέλεσμα]], Θουκ. 2. 11· ἀπολ., ἐπαίρομαι, [[ἀλαζονεύομαι]], ὡς καὶ νῦν, ἀνδρός... φανερῶς ἐπηρμένου Ἀριστοφ. Νεφ. 810· παραφέρομαι, Πλουτ. Κικ. 25, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét.</i> [[ἐπαείρω]];<br /><i>f.</i> ἐπαρῶ, <i>ao.</i> [[ἐπῆρα]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> élever :<br /><b>1</b> lever, élever, relever : τινα ἁμαξάων IL enlever (des cadavres) et les placer sur un chariot ; [[ἱστία]] PLUT hisser les voiles ; soulever, tenir en l'air (dans un geste d'offrande);<br /><b>2</b> relever, redresser : κεφαλήν IL lever la tête ; <i>p. anal.</i> φωνήν DÉM élever la voix ; <i>fig.</i> τὸν πατρῷον οἶκον XÉN accroître la fortune <i>ou</i> l'influence de la maison paternelle;<br /><b>3</b> exciter : τινα qqn ; <i>Pass.</i> être excité ; <i>particul.</i> exciter l'orgueil, la passion, monter la tête, exalter;<br /><b>II.</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) se lever;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαίρομαι lever pour soi <i>ou</i> qch à soi ; τὴν βακτηρίαν PLUT lever son bâton (pour frapper) ; λόγχην τινί EUR lever sa lance contre qqn ; <i>fig.</i> [[τῇ]] πόλει ἐπ. λόγους DÉM lancer des propos (hardis) contre la cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἴρω]].
}}
}}
{{eles
{{eles