3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – [[ἥρως]] [[ἐπίσταθμος]] ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ὁ, der einem Quartier vorsteht, Quartiermeister, übh. Aufseher, ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστάς Isocr. 4, 120; Καρίας 162, der Satrap von Karien, vgl. B. A. 253. Nach Plut. Sympos. 1 prooem. hieß in Sicilien der Vorsitzende beim Gastmahl so; – [[ἥρως]] [[ἐπίσταθμος]] ἵδρυμαι μικρῷ μικρὸς ἐπὶ προθύρῳ Callim. ep. 32 (IX, 336), an der Thür; od., wie Polyaen. 7, 40, 1, der sein Quartier bei Einem hat, bei ihm wohnt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui séjourne ; ὁ [[ἐπίσταθμος]] :<br /><b>1</b> officier chargé de faire préparer des logements;<br /><b>2</b> gouverneur ; <i>p. anal.</i> [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου PLUT président d’un festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσταθμος''': -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων [[παρά]] τινι, [[ἕκαστος]] τῶν σταθμούχων τὸν [[ἴδιον]] ἐπίσταθμον εὖ [[μάλα]] μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐπίσταθμος]], ὁ, [[διοικητής]], [[σατράπης]], καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας [[ἐπίσταθμος]] ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς [[εἶναι]]· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = [[συμποσίαρχος]], Πλούτ. 2. 612C. | |lstext='''ἐπίσταθμος''': -ον, ὁ παρὰ τὸν σταθμὸν θύρας, Ἀνθ. Π. 9. 336. 2) σταθμεύων, καταλύων [[παρά]] τινι, [[ἕκαστος]] τῶν σταθμούχων τὸν [[ἴδιον]] ἐπίσταθμον εὖ [[μάλα]] μεθύσας ἀπέκτεινε Πολύαιν. 7. 40, 1: ― ἐπίσταθμα, τά, πρόσθετα σταθμά, «τὰ δὲ ὀνομαζόμενα σταθμία, σταθμά, ἐπίσταθμα καὶ στάσιμα ὠνόμασε Κηφισόδωρος» Πολυδ. Δ΄, 173. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐπίσταθμος]], ὁ, [[διοικητής]], [[σατράπης]], καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσι καθιστὰς Ἰσοκρ. 65Ε· Ἑκατόμνως δ’ ὁ Καρίας [[ἐπίσταθμος]] ὁ αὐτ. 74D, ― «ἐπίσταθμοι: οἱ ἄρχοντες καὶ σατράπαι οἱ κατέχοντες βασιλεῖ τὰς ὑπηκόους πόλεις· παρὰ τὸ ἐπὶ τοῖς σταθμοῖς [[εἶναι]]· σταθμοὶ δὲ αἱ καταγωγαί, οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τοὺς τοιούτους ἁρμοστὰς ἐκάλουν» Α. Β. 253. 22, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 2) = [[συμποσίαρχος]], Πλούτ. 2. 612C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |