Anonymous

ἐπίταγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] τό, das Aufgetragene, der Befehl, τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου [[ἐπίταγμα]] Plat. Rep. II, 359 a; [[ἐπίταγμα]] ἐπιτάξαι Aesch. 1, 3; ἐξ ἐπιταγμάτων Andoc. 3, 11 u. A.; – die Forderung, Dem. 59, 29; vgl. Pol. 1, 31, 5. – Bei Pol. 5, 53, 3 u. Plut. Pomp. 69 die Nachhut des Heeres, die hinten aufgestellte Reserve. Vgl. [[ἐπιτακτός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] τό, das Aufgetragene, der Befehl, τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου [[ἐπίταγμα]] Plat. Rep. II, 359 a; [[ἐπίταγμα]] ἐπιτάξαι Aesch. 1, 3; ἐξ ἐπιταγμάτων Andoc. 3, 11 u. A.; – die Forderung, Dem. 59, 29; vgl. Pol. 1, 31, 5. – Bei Pol. 5, 53, 3 u. Plut. Pomp. 69 die Nachhut des Heeres, die hinten aufgestellte Reserve. Vgl. [[ἐπιτακτός]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ([[ἐπιτάσσω]] ordonner) ordre, commandement;<br /><b>2</b> ([[ἐπιτάσσω]] ranger à la suite) corps de réserve.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίταγμα''': τό, ([[ἐπιτάσσω]]) [[πρόσταγμα]], [[διαταγή]], Πλάτ. Πολ. 359Α· ἐπ. ἐπιτάξαι Αἰσχίν. 1. 14· ἐξ ἐπιταγμάτων Ἀνδοκ. 24. 42· ἐξ ἐπιτάγματος Δημ. 399. 12· κατ’ [[ἐπίταγμα]] Ross. Ἐπιγρ. 189: ― κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[πρόσταγμα]] σημαίνει τυρρανικὴν ἢ παράνομον ἀπαίτησιν, Πλάτ. Νόμ. 722Ε, Ὑπερείδ. κατὰ Δημ. 5. 2, πρβλ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 717· ἐπιτάγματα τυρράνων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ψηφίσματα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 28· [[ἀπαίτησις]] ἑταίρας, [[ἐπείπερ]] πολυτελὴς ἦν ἡ Νικαρέτη τοῖς ἐπιτάγμασι, [[ἐπειδὴ]] ἦτο [[πολυδάπανος]] εἰς τὰς ἀπαιτήσεις της, Δημ. 1354. 15. 2) ὅρος συνθήκης, Πολύβ. 1. 31, 5. ΙΙ. ἐπιβοηθητικὸν [[τάγμα]] στρατιωτῶν, τὰ δ’ ἐπιτάγματα τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ἐπὶ τὰ κέρατα μερίσας κτλ. Πολύβ. 5. 53, 5, Πλουτ. Πομπ. 69.
|lstext='''ἐπίταγμα''': τό, ([[ἐπιτάσσω]]) [[πρόσταγμα]], [[διαταγή]], Πλάτ. Πολ. 359Α· ἐπ. ἐπιτάξαι Αἰσχίν. 1. 14· ἐξ ἐπιταγμάτων Ἀνδοκ. 24. 42· ἐξ ἐπιτάγματος Δημ. 399. 12· κατ’ [[ἐπίταγμα]] Ross. Ἐπιγρ. 189: ― κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[πρόσταγμα]] σημαίνει τυρρανικὴν ἢ παράνομον ἀπαίτησιν, Πλάτ. Νόμ. 722Ε, Ὑπερείδ. κατὰ Δημ. 5. 2, πρβλ. Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 717· ἐπιτάγματα τυρράνων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ψηφίσματα, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 28· [[ἀπαίτησις]] ἑταίρας, [[ἐπείπερ]] πολυτελὴς ἦν ἡ Νικαρέτη τοῖς ἐπιτάγμασι, [[ἐπειδὴ]] ἦτο [[πολυδάπανος]] εἰς τὰς ἀπαιτήσεις της, Δημ. 1354. 15. 2) ὅρος συνθήκης, Πολύβ. 1. 31, 5. ΙΙ. ἐπιβοηθητικὸν [[τάγμα]] στρατιωτῶν, τὰ δ’ ἐπιτάγματα τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ἐπὶ τὰ κέρατα μερίσας κτλ. Πολύβ. 5. 53, 5, Πλουτ. Πομπ. 69.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ([[ἐπιτάσσω]] ordonner) ordre, commandement;<br /><b>2</b> ([[ἐπιτάσσω]] ranger à la suite) corps de réserve.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml