Anonymous

ἐπείσακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt, eingebracht; [[σῖτος]] Dem. Lept. 31; [[τροφή]] Hdn. 8, 5. – Daher fremdartig, angenommen, Ggstz [[οἰκεῖος]], Plat. Crat. 420 b; [[γένος]], im Ggstz von αὐτόχθονες, Eur. Ion 590; von τὰ πάτρια, Ath. V, 274 c; [[ἡδονή]] Arist. Eth. 9, 9; οἰκέται Plut. T. Graech. 8; a. Sp., auch im adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt, eingebracht; [[σῖτος]] Dem. Lept. 31; [[τροφή]] Hdn. 8, 5. – Daher fremdartig, angenommen, Ggstz [[οἰκεῖος]], Plat. Crat. 420 b; [[γένος]], im Ggstz von αὐτόχθονες, Eur. Ion 590; von τὰ πάτρια, Ath. V, 274 c; [[ἡδονή]] Arist. Eth. 9, 9; οἰκέται Plut. T. Graech. 8; a. Sp., auch im adv.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπείσακτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἐπακτός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[οἰκεῖος]], [[ἔρως]] δέ, ὅτι ἐσρεῖ [[ἔξωθεν]] καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι, ἀλλ’ [[ἐπείσακτος]] διὰ τῶν ὀμμάτων Πλάτ. Κρατ. 420Β. ΙΙ. ὁ [[ἔξωθεν]], ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς εἰσαγόμενος, [[ἀλλότριος]], [[ξένος]], ἀντίθετον τῷ [[αὐτόχθων]], εἶναί φασι τὰς αὐτόχθονας Ἀθήνας οὐκ ἐπείσακτον γένος Εὐρ. Ἴων 590· [[σῖτος]] Δημ. 254. 10., 466. 21· ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 9, 4· κακὸν Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 5· [[θύραθεν]] ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φύσει ὑπάρχον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 11· ― θηλ. ἐπεισάκτη [[εἶναι]] πιθανὴ γραφὴ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ― Ἐν Ἰουστινιαν. Νεαραῖς 123, 29, τὸ [[ἐπείσακτος]], ον, = [[συνείσακτος]], ον. ― Ἐπίρρ. ἐπεισάκτως, αὐτὸς μὲν φύσει τοῦτο ἔχει, [[ἡμεῖς]] δ’ ἐπεισάκτως Ἰω. Χρυσ. τ. 4. σ. 265, 32.
|lstext='''ἐπείσακτος''': -ον, ὡς τὸ [[ἐπακτός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[οἰκεῖος]], [[ἔρως]] δέ, ὅτι ἐσρεῖ [[ἔξωθεν]] καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι, ἀλλ’ [[ἐπείσακτος]] διὰ τῶν ὀμμάτων Πλάτ. Κρατ. 420Β. ΙΙ. ὁ [[ἔξωθεν]], ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς εἰσαγόμενος, [[ἀλλότριος]], [[ξένος]], ἀντίθετον τῷ [[αὐτόχθων]], εἶναί φασι τὰς αὐτόχθονας Ἀθήνας οὐκ ἐπείσακτον γένος Εὐρ. Ἴων 590· [[σῖτος]] Δημ. 254. 10., 466. 21· ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 9, 4· κακὸν Κωμ. Ἀνώνυμ. 50. 5· [[θύραθεν]] ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φύσει ὑπάρχον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 11· ― θηλ. ἐπεισάκτη [[εἶναι]] πιθανὴ γραφὴ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ― Ἐν Ἰουστινιαν. Νεαραῖς 123, 29, τὸ [[ἐπείσακτος]], ον, = [[συνείσακτος]], ον. ― Ἐπίρρ. ἐπεισάκτως, αὐτὸς μὲν φύσει τοῦτο ἔχει, [[ἡμεῖς]] δ’ ἐπεισάκτως Ἰω. Χρυσ. τ. 4. σ. 265, 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml