Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξώκοιτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] draußen schlafend, liegend, Hesych. – ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht, Ael. H. A. 9, 36; = [[ἄδωνις]], Clearch. Ath. VIII, 332 e; Opp. H. 1, 158.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0890.png Seite 890]] draußen schlafend, liegend, Hesych. – ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht, Ael. H. A. 9, 36; = [[ἄδωνις]], Clearch. Ath. VIII, 332 e; Opp. H. 1, 158.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson de mer qui vient dormir à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξω]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξώκοιτος''': «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, [[εἴπερ]] ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν [[ὁσημέραι]] ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.
|lstext='''ἐξώκοιτος''': «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, [[εἴπερ]] ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν [[ὁσημέραι]] ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson de mer qui vient dormir à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξω]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξώκοιτος]])<br />[[ονομασία]] ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη [[θάλασσα]] (όπως το [[χελιδονόψαρο]] και το [[καπόνι]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη [[μονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κοίτ</i>-<i>η</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κείμαι]]) με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας].
|mltxt=ο (AM [[ἐξώκοιτος]])<br />[[ονομασία]] ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη [[θάλασσα]] (όπως το [[χελιδονόψαρο]] και το [[καπόνι]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη [[μονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξω</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κοίτ</i>-<i>η</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κείμαι]]) με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας].
}}
}}