Anonymous

ἐπανατείνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] (s. [[τείνω]]), emporstrecken, ausstrecken, τὸν τράχηλον Xen. An. 7, 4, 9; τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα, die ausgedehnten Flügel des Heeres, Cyr. 7, 1, 23; übertr., ἐπανέτεινε μείζονας ἐλπίδας, hielt ihm Hoffnungen vor, 2, 1, 23; τὰς χεῖ. ρας τῇ νηΐ Polemon. 1, 24. – Med. emporhalten, [[βάκτρον]] τινί, den Stock gegen Einen u. ihm drohen, Luc. Catapl. 13, wie φόβους τινί Pol. 2, 44 u. a. Sp.; ἀπειλαὶ πολέμων ἐπαναταθεῖσαι D. Hal. 7, 53; widerstehen, Alciphr. 3, 64. – Im Reden weit ausholen, D. Hal. rhet. 8, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] (s. [[τείνω]]), emporstrecken, ausstrecken, τὸν τράχηλον Xen. An. 7, 4, 9; τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα, die ausgedehnten Flügel des Heeres, Cyr. 7, 1, 23; übertr., ἐπανέτεινε μείζονας ἐλπίδας, hielt ihm Hoffnungen vor, 2, 1, 23; τὰς χεῖ. ρας τῇ νηΐ Polemon. 1, 24. – Med. emporhalten, [[βάκτρον]] τινί, den Stock gegen Einen u. ihm drohen, Luc. Catapl. 13, wie φόβους τινί Pol. 2, 44 u. a. Sp.; ἀπειλαὶ πολέμων ἐπαναταθεῖσαι D. Hal. 7, 53; widerstehen, Alciphr. 3, 64. – Im Reden weit ausholen, D. Hal. rhet. 8, 14.
}}
{{bailly
|btext=tendre en haut vers : τὸν τράχηλον XÉN tenir le cou levé vers ; <i>fig.</i> ἐλπίδας τινί XÉN faire naître des espérances dans l'esprit de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπανατείνομαι tendre en haut vers : [[βάκτρον]] τινί LUC lever son bâton vers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνατείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανατείνω''': [[ἀνατείνω]] τι πρὸς τινα, ἀνατείνας τὸν τράχηλον· παῖε, ἔφη, εἰ κελεύει ὁ [[παῖς]] καὶ μέλλει [[χάριν]] εἰδέναι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 9· τὰς χεῖρας ἐπανατείνοντες καὶ τοὺς θεοὺς ἐπιβοώμενοι Διοδ. Ἀποσπ. 628. 70, μεταφορ., [[παρέχω]], ἐπ. ἐλπίδας τινὶ Ξεν. Κύρ. 2.1, 23. ΙΙ. Μέσ., σηκώνω τι [[ἐναντίον]] τινός, τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ [[βάκτρον]]; θὰ τολμήσῃ ὁ Κυνίσκος νὰ σηκώσῃ ῥαβδὶ [[ἐπάνω]] μου; Λουκ. Κατάπλ. 13· ὡς τὸ [[ἐπισείω]], ἐπανατεινόμενος φόβους καὶ κινδύνους Πολύβ. 2. 44, 3· ἀπειλὰς πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., ἐπανετείνετο πράξειν, ἠπείλει ὅτι θὰ ἔπραττε, Πολύβ. 15. 29, 14. ΙΙΙ. μεταφ., ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, [[ἐκτείνω]] τὸν λόγον, μακρὰ προοιμιασάμενος καὶ ἐπανατεινάμενος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 8. 14.
|lstext='''ἐπανατείνω''': [[ἀνατείνω]] τι πρὸς τινα, ἀνατείνας τὸν τράχηλον· παῖε, ἔφη, εἰ κελεύει ὁ [[παῖς]] καὶ μέλλει [[χάριν]] εἰδέναι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 9· τὰς χεῖρας ἐπανατείνοντες καὶ τοὺς θεοὺς ἐπιβοώμενοι Διοδ. Ἀποσπ. 628. 70, μεταφορ., [[παρέχω]], ἐπ. ἐλπίδας τινὶ Ξεν. Κύρ. 2.1, 23. ΙΙ. Μέσ., σηκώνω τι [[ἐναντίον]] τινός, τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ [[βάκτρον]]; θὰ τολμήσῃ ὁ Κυνίσκος νὰ σηκώσῃ ῥαβδὶ [[ἐπάνω]] μου; Λουκ. Κατάπλ. 13· ὡς τὸ [[ἐπισείω]], ἐπανατεινόμενος φόβους καὶ κινδύνους Πολύβ. 2. 44, 3· ἀπειλὰς πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., ἐπανετείνετο πράξειν, ἠπείλει ὅτι θὰ ἔπραττε, Πολύβ. 15. 29, 14. ΙΙΙ. μεταφ., ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, [[ἐκτείνω]] τὸν λόγον, μακρὰ προοιμιασάμενος καὶ ἐπανατεινάμενος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 8. 14.
}}
{{bailly
|btext=tendre en haut vers : τὸν τράχηλον XÉN tenir le cou levé vers ; <i>fig.</i> ἐλπίδας τινί XÉN faire naître des espérances dans l'esprit de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπανατείνομαι tendre en haut vers : [[βάκτρον]] τινί LUC lever son bâton vers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνατείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml