Anonymous

ἐπηλυγάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] überschatten, bedecken, im eigtl. Sinne, Euseb. [[νέφος]] τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, neben καλύπτειν, Ael. H. A. 1, 41 u. öfter. – Häufiger im med., al sich bedecken, τὴν κεφαλήν, Ael., für sich darauf decken, von Vögeln, die sich ein Nest machen, ἐπηλυγαζόμενοι ὕλην, ἄκανθαν, Arist. H. A. 6, 1. 9, 8; u. übertr., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, Thuc. 6, 36 u. Sp.; vgl. Jacobs zu Ael. H. A. 19, 25. – b) τινά, sich hinter Einem verbergen, Plat. Lys. 207 b. Viele Beispiele, bes. aus Sp., führt Ruhnken zum Tim. p. 117 an.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0920.png Seite 920]] überschatten, bedecken, im eigtl. Sinne, Euseb. [[νέφος]] τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, neben καλύπτειν, Ael. H. A. 1, 41 u. öfter. – Häufiger im med., al sich bedecken, τὴν κεφαλήν, Ael., für sich darauf decken, von Vögeln, die sich ein Nest machen, ἐπηλυγαζόμενοι ὕλην, ἄκανθαν, Arist. H. A. 6, 1. 9, 8; u. übertr., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, Thuc. 6, 36 u. Sp.; vgl. Jacobs zu Ael. H. A. 19, 25. – b) τινά, sich hinter Einem verbergen, Plat. Lys. 207 b. Viele Beispiele, bes. aus Sp., führt Ruhnken zum Tim. p. 117 an.
}}
{{bailly
|btext=couvrir, cacher, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; <i>fig.</i> [[τῷ]] κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπῆλυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηλῠγάζω''': ἢ -ίζω, [[ἐπισκιάζω]], ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. [[ὅπως]] διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα [[ὑπεράνω]] τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ ([[ἄνευ]] τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 7· [[ἐπειδὴ]] πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· [[οὕτως]], ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.
|lstext='''ἐπηλῠγάζω''': ἢ -ίζω, [[ἐπισκιάζω]], ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., [[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. [[ὅπως]] διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα [[ὑπεράνω]] τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ ([[ἄνευ]] τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 7· [[ἐπειδὴ]] πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· [[οὕτως]], ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.
}}
{{bailly
|btext=couvrir, cacher, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; <i>fig.</i> [[τῷ]] κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπῆλυξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml