Anonymous

ἐλεφαίρομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] med., durch vergebliche, leere Hoffnung täuschen, von Träumen, mit Anspielung auf [[ἐλέφας]], denn die nichtigen Träume kommen aus der elfenbeinernen Pforte, ἐλεφαίρονται, Od. 19, 565; ἐλεφηράμενοι Il. 23, 388, τινά. – Bei Hes. Th. 330, vom nemäischen Löwen, verletzen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] med., durch vergebliche, leere Hoffnung täuschen, von Träumen, mit Anspielung auf [[ἐλέφας]], denn die nichtigen Träume kommen aus der elfenbeinernen Pforte, ἐλεφαίρονται, Od. 19, 565; ἐλεφηράμενοι Il. 23, 388, τινά. – Bei Hes. Th. 330, vom nemäischen Löwen, verletzen.
}}
{{bailly
|btext=tromper par de vagues espérances, tromper, décevoir.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. assurée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεφαίρομαι''': παλαιὸν Ἐπ. ἀποθ. [[ῥῆμα]] (ἀμφιβόλου ἀρχῆς), ἐξαπατῶ διὰ ματαίων ἐλπίδων, λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ψευδῶν ὀνείρων, τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς ἐλεφαντίνης πύλης, οἳ μέν κ’ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος, οἵ ρ’ ἐλεφαίρονται, ἔπε ’ ἀκράαντα φέροντες Ὀδ. Τ. 565, ([[ἔνθα]] [[παρατηρητέον]] τὴν μεταξὺ τῶν λέξεων [[ἐλέφας]] καὶ [[ἐλεφαίρομαι]] παρῳδίαν ὡς μεταξὺ τοῦ [[κέρας]] καὶ κραίνειν, γινομένου λόγου περὶ τῶν ἀληθῶν ὀνείρων τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς [[κερατίνης]] πύλης, οἳ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι [[θύραζε]], οἵ ῥ’ ἔτυμα κραίνουσι [[αὐτόθι]] 566)· ― [[καθόλου]], δι’ ἀπάτης [[βλάπτω]], ἐλεφηράμενος... Τυδείδην Ἰλ. Ψ. 388. ΙΙ. παρ’ Ἡσ. περὶ τοῦ ἐν Νεμέᾳ λέοντος, ἐλεφαίρετο φῦλ’ ἀνθρώπων, κατέστρεφεν, Θ. 330.
|lstext='''ἐλεφαίρομαι''': παλαιὸν Ἐπ. ἀποθ. [[ῥῆμα]] (ἀμφιβόλου ἀρχῆς), ἐξαπατῶ διὰ ματαίων ἐλπίδων, λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ψευδῶν ὀνείρων, τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς ἐλεφαντίνης πύλης, οἳ μέν κ’ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος, οἵ ρ’ ἐλεφαίρονται, ἔπε ’ ἀκράαντα φέροντες Ὀδ. Τ. 565, ([[ἔνθα]] [[παρατηρητέον]] τὴν μεταξὺ τῶν λέξεων [[ἐλέφας]] καὶ [[ἐλεφαίρομαι]] παρῳδίαν ὡς μεταξὺ τοῦ [[κέρας]] καὶ κραίνειν, γινομένου λόγου περὶ τῶν ἀληθῶν ὀνείρων τῶν ἐρχομένων διὰ τῆς [[κερατίνης]] πύλης, οἳ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι [[θύραζε]], οἵ ῥ’ ἔτυμα κραίνουσι [[αὐτόθι]] 566)· ― [[καθόλου]], δι’ ἀπάτης [[βλάπτω]], ἐλεφηράμενος... Τυδείδην Ἰλ. Ψ. 388. ΙΙ. παρ’ Ἡσ. περὶ τοῦ ἐν Νεμέᾳ λέοντος, ἐλεφαίρετο φῦλ’ ἀνθρώπων, κατέστρεφεν, Θ. 330.
}}
{{bailly
|btext=tromper par de vagues espérances, tromper, décevoir.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. assurée.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth