Anonymous

ἐπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. [[ἐπεισάγω]]); [[κατόπιν]] ἠμῶν ἐπεισῆλθον Plat. Prot. 316 a; [[ἔξωθεν]] Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ [[χωρίον]] Dem. 47, 53; – ἐπεισέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ [[ἔπος]] τινά Luc. V. H. 2, 42; [[ἔννοια]] πολλοῖς ἐπεισῆλθεν Plut. gen. Socr. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0912.png Seite 912]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. [[ἐπεισάγω]]); [[κατόπιν]] ἠμῶν ἐπεισῆλθον Plat. Prot. 316 a; [[ἔξωθεν]] Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ [[χωρίον]] Dem. 47, 53; – ἐπεισέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ [[ἔπος]] τινά Luc. V. H. 2, 42; [[ἔννοια]] πολλοῖς ἐπεισῆλθεν Plut. gen. Socr. 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ἐπεισῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> entrer par surcroît, s'introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;<br /><b>2</b> s'introduire par importation, être importé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> survenir : τινα, τινι à qqn <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>4</b> s'introduire plus tard <i>en parl. de coutumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισέρχομαι''': Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ [[εἰσέρχομαι]], καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκογένειαν ὡς [[μητρυιά]], Ἡρόδ. 4.154. 2) [[εἰσέρχομαι]] μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) [[προσέτι]], [[εἰσέρχομαι]], μετ’ αἰτ., [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· μετὰ δοτ., δόμοις [[αὐτόθι]] 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό [[χωρίον]] Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
|lstext='''ἐπεισέρχομαι''': Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ [[εἰσέρχομαι]], καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκογένειαν ὡς [[μητρυιά]], Ἡρόδ. 4.154. 2) [[εἰσέρχομαι]] μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) [[προσέτι]], [[εἰσέρχομαι]], μετ’ αἰτ., [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· μετὰ δοτ., δόμοις [[αὐτόθι]] 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό [[χωρίον]] Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ἐπεισῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> entrer par surcroît, s'introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;<br /><b>2</b> s'introduire par importation, être importé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> survenir : τινα, τινι à qqn <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>4</b> s'introduire plus tard <i>en parl. de coutumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml