Anonymous

ἐπιστολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ἡ (das durch einen Boten Übersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; [[ἄγω]] σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε [[ταῦτα]] ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; [[ἐλθεῖν]], δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ἡ (das durch einen Boten Übersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; [[ἄγω]] σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε [[ταῦτα]] ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; [[ἐλθεῖν]], δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ordre <i>ou</i> avis transmis par un message verbal <i>ou</i> écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; [[ἐξ]] ἐπιστολῆς HDT par ordre;<br /><b>2</b> message écrit, lettre <i>en gén.</i> : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; <i>plur. au sens du sg.</i> une lettre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστολή''': ἡ, ([[ἐπιστέλλω]]) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, [[ἀγγελία]], [[παραγγελία]], [[διαταγή]], [[εἴτε]] προφορικὴ [[εἴτε]] [[ἔγγραφος]] (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ [[παραγγελία]] ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία [[αὐτοῦ]] [[θέλησις]], ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[ἐπιστολή]], [[γράμμα]], Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.
|lstext='''ἐπιστολή''': ἡ, ([[ἐπιστέλλω]]) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, [[ἀγγελία]], [[παραγγελία]], [[διαταγή]], [[εἴτε]] προφορικὴ [[εἴτε]] [[ἔγγραφος]] (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ [[παραγγελία]] ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία [[αὐτοῦ]] [[θέλησις]], ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[ἐπιστολή]], [[γράμμα]], Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ordre <i>ou</i> avis transmis par un message verbal <i>ou</i> écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; [[ἐξ]] ἐπιστολῆς HDT par ordre;<br /><b>2</b> message écrit, lettre <i>en gén.</i> : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; <i>plur. au sens du sg.</i> une lettre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστέλλω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR