Anonymous

ἐπιστρεφής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; [[ῥήτωρ]] Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ [[θεός]] Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ [[δίαιτα]] Hdn. 5, 2; καὶ [[κόσμιος]] [[ἀρχή]] 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – [[φωνή]], modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; [[ῥήτωρ]] Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ [[θεός]] Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ [[δίαιτα]] Hdn. 5, 2; καὶ [[κόσμιος]] [[ἀρχή]] 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – [[φωνή]], modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se tourne vers <i>ou</i> sur ; attentif, soigneux, vigilant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστρεφής''': -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, [[προσεκτικός]], [[ἄγρυπνος]], [[ῥήτωρ]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 3. 2) [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― [[οὕτως]], ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -[[φέως]], μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. [[πάνυ]] καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 5. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. [[εὔστροφος]], Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, [[ποικίλος]], φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
|lstext='''ἐπιστρεφής''': -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, [[προσεκτικός]], [[ἄγρυπνος]], [[ῥήτωρ]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 3. 2) [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― [[οὕτως]], ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -[[φέως]], μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. [[πάνυ]] καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 5. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. [[εὔστροφος]], Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, [[ποικίλος]], φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se tourne vers <i>ou</i> sur ; attentif, soigneux, vigilant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml