Anonymous

ἐπισπαστήρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
|lstext='''ἐπισπαστήρ''': ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]) [[σιδήριον]] ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ [[θύρα]] ἕλκεται [[ὅταν]] θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. [[ἐπισπάω]] Ι. 2. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ [[πύλη]]» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. [[ἐπίσπαστρον]]. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />anneau pour tirer et fermer une porte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml